Για το Σχέδιο Νόμου για τη συγχώνευση του Πανεπιστημίου και του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας
Από τη δημοσίευση του σχεδίου νόμου για τη συγχώνευση του Πανεπιστημίου
Δυτικής Μακεδονίας με το ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας επιβεβαιώνονται οι ανησυχίες που
είχαμε εκφράσει ως ΚΚΕ από την αρχή της συζήτησης. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εδώ και
περίπου ενάμιση χρόνο διαφημίζει την αναδιάρθρωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης, στη
λεγόμενη «νέα χωροταξία της Ανώτατης Εκπαίδευσης», με τις συγχωνεύσεις που
προωθεί σε μια σειρά Πανεπιστήμια και ΤΕΙ. Η μέχρι σήμερα εμπειρία των
συγχωνεύσεων που έχουν γίνει (π.χ. Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, ένταξη του ΤΕΙ
Ηπείρου στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων κ.α.) δείχνει ξεκάθαρα πως βασικό κριτήριο των
συγχωνεύσεων αποτελεί η συμμόρφωση με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
τις ανάγκες του κεφαλαίου, για την δημιουργία του αποκαλούμενου «Ενιαίου Χώρου
Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας», την εμπορευματοποίηση της Ανώτατης
Εκπαίδευσης και όχι την πραγματικά ακαδημαϊκή και ερευνητική αναβάθμιση, την
εργασιακή προοπτική των αποφοίτων και των επιστημόνων, την ανάπτυξη των ίδιων
των επιστημών προς όφελος των σύγχρονων αναγκών του λαού.
Τα παραπάνω αποδεικνύονται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο και από το ίδιο
το σχέδιο νόμου που δόθηκε στη δημοσιότητα τη Δευτέρα 25/2/19, μέσα από μια σειρά
διατάξεις που περιλαμβάνει. Την ίδια στιγμή, ζητήματα που αφορούν το περιεχόμενο και
τους όρους σπουδών, την προοπτική των αποφοίτων, τη στελέχωση των ιδρυμάτων, τις
ανάγκες των φοιτητών παραμένουν σε δεύτερη μοίρα, όπως φαίνεται από το γεγονός
πως πολλά από αυτά τα ζητήματα δε λύνονται από το Νομοσχέδιο και είτε δεν
αναφέρονται καν ή αφήνονται στην ευχέρεια της νέας Πρυτανικής Αρχής να πάρει τις
αποφάσεις.
Ως ΚΚΕ είμαστε αντίθετοι στο νομοσχέδιο όχι γιατί είμαστε υπέρ της σημερινής
άθλιας κατάστασης, αλλά ακριβώς γιατί είμαστε αντίθετοι στο σύνολο της
αντιεκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που
μετατρέπει την παιδεία αλλά και την επιστημονική γνώση και έρευνα σε εμπόρευμα και
σε εργαλείο για την κερδοφορία του κεφαλαίου.
Πιο συγκεκριμένα:
- Από τα βασικά κριτήρια για τις συγχωνεύσεις, όπως έχει δηλώσει η ίδια η κυβέρνηση,
είναι η εξοικονόμηση πόρων με τη μεγάλη υποχρηματοδότηση των Ιδρυμάτων που
φαίνεται να παγιώνεται παρά τις μικρές ενισχυτικές «ενέσεις». Χαρακτηριστικό είναι το
γεγονός πως δεν αναφέρεται τίποτα για τη χρηματοδότηση στο Σχέδιο Νόμου, ενώ η
χρηματοδότηση των δύο Ιδρυμάτων (800.000€ στο Πανεπιστήμιο, 4.500.000€ στο ΤΕΙ)
δεν έφτανε ούτε για την λειτουργία των σημερινών αναγκών τους, πόσο μάλλον μετά την
αύξηση των Τμημάτων και των Σχολών. - Φαίνεται πως θα διατηρηθούν οι μεγάλες ελλείψεις που υπάρχουν σε μόνιμο
εκπαιδευτικό προσωπικό. Χαρακτηριστικό για τις ελλείψεις που ήδη υπάρχουν είναι το
γεγονός πως μέχρι σήμερα η Πολυτεχνική Σχολή της Κοζάνης, με 3 τμήματα, λειτουργεί
με λιγότερα από 30 μέλη Δ.Ε.Π. (Διδακτικό-Ερευνητικό Προσωπικό). Αν αναλογιστεί
κανείς τις ανάγκες που θα δημιουργηθούν για προσωπικό μετά τη λειτουργία συνολικά
21-26 τμημάτων δεν απαντιέται από πουθενά το πώς θα μπορέσουν να λειτουργήσουν
τα νέα τμήματα. Χαρακτηριστικό είναι πως στα πορίσματα των επιτροπών που είχαν
δημιουργηθεί αναφερόταν πως για να λειτουργήσουν τα 25 προτεινόμενα τμήματα
απαιτούνταν 196 νέα μέλη ΔΕΠ (πέρα από τα 213 ήδη υπάρχοντα στο Πανεπιστήμιο και
το ΤΕΙ). Ακόμα, είναι προκλητικό να αναφέρεται στο νομοσχέδιο πως για συγκεκριμένα
τμήματα «συνιστώνται οκτώ (!!!) θέσεις μελών ΔΕΠ» που είναι ελάχιστα για την
λειτουργία τους (άρθρο 2 παρ. 5).
- Όλα δείχνουν πως θα διατηρηθεί η διαχρονική απουσία βασικών αναγκαίων
υποδομών όπως οι εστίες και συνολικά η υποβάθμιση της φοιτητικής μέριμνας, με
χαρακτηριστικό παράδειγμα τα εισοδηματικά κριτήρια για τη σίτιση όπου στο
Πανεπιστήμιο δικαιούνται δωρεάν περίπου 800 φοιτητές και στις 2 πόλεις (Κοζάνη –
Φλώρινα) ανάμεσα σε χιλιάδες φοιτητές. Επίσης, ενδεικτικό είναι πως στα σχέδια της
νέας Πανεπιστημιούπολης που χτίζεται στην Κοζάνη δεν προβλέπεται καν η ανέγερση
εστιών. Στα “ανταγωνιστικά” Πανεπιστήμια δεν χωράνε οι ανάγκες των φοιτητών. Βασική
κατεύθυνση, με βάση τα κριτήρια αξιολόγησης, είναι να έχουν χαμηλό «κόστος» ανά
φοιτητή (όπως πανηγύριζε και ο πρώην πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του
Πανεπιστημίου κ. Χατζηπανελής). - Θα δημιουργηθούν απόφοιτοι πολλών «ταχυτήτων». Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα
είναι αυτό των μηχανικών αφού με την συγχώνευση θα υπάρχουν οι μηχανικοί
απόφοιτοι επιπέδου master με 5ετή φοίτηση και επιπέδου bachelor με 4ετή. Αυτό θα
ενισχυθεί ακόμα περισσότερο σε περίπτωση που δημιουργηθούν και τα 2χρονα
προγράμματα σπουδών, που αναφέρονταν στα πορίσματα αλλά όχι στο Σχέδιο Νόμου.
Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία αξιόπιστη πρόνοια για τους σπουδαστές και τους
παλιότερους απόφοιτους και των ΤΕΙ αλλά και των αποφοίτων των δύο Πολυτεχνικών
Τμημάτων που μετονομάζονται (Τμήμα Μηχανικών Πληροφορικής και Τμήμα
Μηχανικών Περιβάλλοντος). Οι απόφοιτοι αυτών των Τμημάτων ουσιαστικά
αναγκάζονται να πάρουν ένα πτυχίο από ένα τμήμα που δεν θα υπάρχει,
κατηγοριοποιώντας ακόμα περισσότερο τους αποφοίτους με στόχο να ρίξει τα
δικαιώματα όλων προς τα κάτω.
Μήπως όμως στα καινούρια Τμήματα θα ενισχυθεί το περιεχόμενο σπουδών
ώστε να συνδέεται ο επιστήμονας όλο και βαθύτερα με το επιστημονικό του αντικείμενο;
Αντιθέτως, η δημιουργία απόφοιτων πολλών «ταχυτήτων» αποδεικνύεται και από το
γεγονός πως τα προγράμματα σπουδών του Ιδρύματος θα πρέπει να διαμορφώνονται
με βάση το άρθρο 32 του νόμου 4009/2011 (γνωστός ως νόμος Διαμαντοπούλου) που
δεσμεύει στην παροχή πιστωτικών μονάδων και την κατηγοριοποίηση των πτυχίων με
βάση το Εθνικό και το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο προσόντων (άρθρο 2 παρ. 7). Στόχος των
αναδιαρθρώσεων είναι ο εξοπλισμός με πιο στοχευμένες (αναλώσιμες) δεξιότητες που
και περιορισμός της γενικής υψηλής ειδίκευσης και ολοκληρωμένης γνώσης του
επιστημονικού αντικειμένου. - Διατηρείται η επιχειρηματική λειτουργία των Ιδρυμάτων που αντιμετωπίζει τη γνώση
σαν εμπόρευμα και τους φοιτητές ως «πελάτες» που αγοράζουν από τον
«τιμοκατάλογο» των μεταπτυχιακών, των διάφορων προγραμμάτων πιστοποίησης κλπ.
Ακόμα, μετατρέπουν ουσιαστικά το Ίδρυμα σε κατάστημα πώλησης έρευνας. Όπως
ενδεικτικά αναφέρεται στο νομοσχέδιο στους πόρους του Πανεπιστημιακού Ερευνητικού
Κέντρου (ΠΕΚ) εμπεριέχονται «χορηγίες από τρίτους» (άρθρο 3 παρ. 9γ), «έσοδα από
την παροχή υπηρεσιών» (άρθρο 3 παρ. 9δ) και «έσοδα από την εκμετάλλευση
διανοητικής … ιδιοκτησίας του» (άρθρο 3 παρ. 9ε). Μάλιστα αναφέρεται χαρακτηριστικά
πως με τη δημιουργία του ΠΕΚ στοχεύουν να συνδέσουν τα Πανεπιστήμια και την
έρευνα που παράγουν με τις επιχειρήσεις (άρθρο 3 παρ. 3γ).
Αναλογιζόμενοι την υποχρηματοδότηση που υπάρχει αλλά και τις κατευθύνσεις
της ΕΕ που υπηρετεί το νομοσχέδιο, το Ίδρυμα ουσιαστικά θα οδηγηθεί στην εξάρτησή
του από τους χρηματοδότες του ώστε να μπορέσει να συνεχίζει τη λειτουργία του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, που πανηγύριζε για το
ότι προκηρύσσει κάθε χρόνο πάνω από 100 θέσεις διδασκαλίας (για έκτακτους), τις
οποίες, με την έλλειψη επαρκούς δημόσιας χρηματοδότησης, καλύπτει με πόρους από
την ερευνητική του δραστηριότητα. Δηλαδή σε περίπτωση που έχανε αυτή τη
χρηματοδότηση δε θα μπορούσαν να καλυφθούν αυτές οι (αναγκαίες) θέσεις
διδασκαλίας. Ακόμα, ήδη έχει ξεκινήσει στο Πανεπιστήμιο η αγορά εξοπλισμού για
εργαστήρια μέσα από ερευνητικά προγράμματα. Αυτό σημαίνει πως αν δεν λειτουργήσει
το Ίδρυμα επιχειρηματικά, αν δεν είναι “ανταγωνιστικό”, δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί
και θα είναι αντικειμενικά χαμηλότερου επιπέδου.
Επιπλέον, η προώθηση της εμπορευματοποίησης της ερευνητικής
δραστηριότητας και της επιχειρηματικής λειτουργίας των φορέων της, της πλήρους
υπαγωγής τους στις επιταγές της αγοράς, δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τους
εργαζόμενους στην έρευνα. Στο χώρο της έρευνας είναι πλέον γενικευμένες οι «νέες»
εργασιακές σχέσεις και συγκεκριμένα η δουλειά με το «μπλοκάκι».
- Με βάση τα παραπάνω επηρεάζεται και η ίδια η κατεύθυνση και το περιεχόμενο της
έρευνας, με στόχο τελικά να είναι η μεγιστοποίηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων
και όχι η έρευνα προς όφελος την κοινωνικών αναγκών. Σε αυτή την κατεύθυνση, τα
ερευνητικά Ινστιτούτα που δημιουργούνται δεν έρχονται να λύσουν χρόνια προβλήματα
του λαού, αλλά είναι ενταγμένα στους στόχους που τέθηκαν από το περιφερειακό
αναπτυξιακό συνέδριο, όπως το πέρασμα στη μεταλιγνιτική περίοδο, μπλέκοντας το
Πανεπιστήμιο στις «πράσινες μπίζνες» και στους σχεδιασμούς που τέθηκαν από τις
επισκέψεις τις Παγκόσμιας Τράπεζας και της ΕΕ στην Κοζάνη και τις συναντήσεις με την
Περιφερειακή Αρχή. Η μετάβαση στην μεταλιγνιτική περίοδο όπως την σχεδιάζουν όμως
δεν θα έχει καμία σχέση με τις ανάγκες του λαού της περιοχής για φθηνό ρεύμα και
προστασία του φυσικού και ανθρώπινου περιβάλλοντος. Στόχος και σε αυτό το πεδίο θα
είναι η διασφάλιση της κερδοφορίας των λίγων απέναντι στις ανάγκες των πολλών.
Στόχος όλων των αναδιαρθρώσεων στην Ανώτατη Εκπαίδευση από τη σημερινή
και τις προηγούμενες κυβερνήσεις, είναι να προχωρήσει πιο συστηματικά και
αποφασιστικά ο Ενιαίος Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας (ΕΧΑΕΕ), που
αποτελεί στρατηγική κατεύθυνση της EE στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, από την εποχή
ακόμα της Συνθήκης της Μπολόνια (το 1999). Ο ΕΧΑΕΕ όμως στη πράξη μόνο ενιαίος
δεν είναι, αφού ουσιαστικά δημιουργούνται Πανεπιστήμια και Πολυτεχνικές σχολές
διαφορετικών ταχυτήτων, με τις διαφοροποιήσεις χρόνο με το χρόνο να γιγαντώνονται,
ανάλογα και με την πέραση στις επιχειρήσεις, με όχημα την λεγόμενη αριστεία.
Ουσιαστικά θα δούμε μια αναπλήρωση της σημερινής θέσης των «ΤΕΙ» από
υποβαθμισμένα ΑΕΙ, με πρώτα υποψήφια στην υποβάθμιση τα περιφερειακά Ιδρύματα.
Ακριβώς αυτή η λογική του «Ανταγωνιστικού Πανεπιστημίου» είναι που έφερε τα
Ιδρύματα στην σημερινή κατάσταση. Με αυτούς τους σχεδιασμούς συμφωνούν όλες οι
άλλες δυνάμεις. Όλη η αντιπαράθεση και οι διαφοροποιήσεις, ο «τσακωμός» ανάμεσα
σε τοπικούς φορείς, τοπικούς βουλευτές κλπ. γινόταν και γίνεται κυρίως για το πόσα
τμήματα θα έχει η μία ή η άλλη πόλη, μακριά από τις ακαδημαϊκές και ερευνητικές
ανάγκες, από τις ανάγκες του λαού.
Η μόνη ουσιαστική διέξοδος είναι η πρόταση και η πάλη του ΚΚΕ για ενιαία
Ανώτατη Εκπαίδευση, αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν, η πάλη για έναν άλλο δρόμο
ανάπτυξης, με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες, τις οποίες θα υπηρετούν τα πανεπιστήμια και
οι επιστήμονες. Αυτή η πρόταση είναι η μόνη ρεαλιστική που ταυτόχρονα συμβαδίζει με
τις ανάγκες του λαού μας σήμερα. Πατάει στις ανάγκες και τις δυνατότητες που
υπάρχουν σήμερα, τον 21 ο αιώνα, όπως αυτές καθορίζονται από την ανάπτυξη της ίδιας
της επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης.
Τσούρος Δήμος
Μηχανικός Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών
Υποψήφιος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Κοζάνης με τη Λαϊκή Συσπείρωση
Στολτίδης Νώντας
Υποψήφιος Δήμαρχος Κοζάνης με τη Λαϊκή Συσπείρωση