Οι μισές δόσεις μελλοντικών εμβολίων κατά της COVID-19 έχουν προαγοραστεί από τις πλούσιες χώρες
Μια ομάδα πλούσιων χωρών, η οποία αντιπροσωπεύει το 13% του παγκόσμιου πληθυσμού, έχει προαγοράσει τις μισές από τις δόσεις μελλοντικών εμβολίων κατά της COVID-19, σύμφωνα με έκθεση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η μη κυβερνητική οργάνωση Oxfam.
Η λογική των χωρών αυτών είναι να κάνουν προληπτικά προμήθειες από πολλούς ανταγωνιζόμενους παρασκευαστές με την ελπίδα ότι τουλάχιστον ένα από τα πειραματικά εμβόλια κατά της COVID-19 θα αποδειχθεί αποτελεσματικό.
Ωστόσο στην έκθεση αυτή υπογραμμίζεται με έμφαση η δυσκολία που θα έχει μια μερίδα του παγκόσμιου πληθυσμού να βρει εμβόλια την αρχική περίοδο της διάθεσής τους, την ώρα που ο μηχανισμός, ο γνωστός ως COVAX, που υποστηρίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και έχει στόχο να διευκολύνει την αγορά και τη δίκαιη κατανομή στον κόσμο των εμβολίων που θα βρεθούν κατά του νέου κορονοϊού, μποϊκοτάρεται από την Ουάσινγκτον και στερείται χρηματοδότησης.
Οι ΗΠΑ ήδη από τον Μάιο, ακολουθούμενες από τη Βρετανία, την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ιαπωνία κι άλλες χώρες, έχουν υπογράψει πολλά συμβόλαια που εγγυώνται εκ των προτέρων την παραγωγή και την παράδοση δόσεων εμβολίων κατά της COVID-19, αν οι τρέχουσες κλινικές δοκιμές αποδείξουν την αποτελεσματικότητά τους. Οι Αμερικανοί θα παραλάβουν δόσεις ήδη από τον Οκτώβριο προκειμένου να είναι έτοιμοι να τις διανείμουν εντός ενός 24ώρου αφού λάβουν ενδεχομένως το πράσινο φως από τις αρμόδιες υγειονομικές αρχές.
Ο όμιλος AstraZeneca, εταίρος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, έχει υπογράψει τα περισσότερα από αυτά τα συμβόλαια δημοσίως, αλλά και οι Sanofi, Pfizer, Johnson & Johnson, η αμερικανική εταιρεία βιοτεχνολογίας Moderna, το κινεζικό εργαστήριο Sinovac και το ρωσικό ινστιτούτο Gamaleïa έχουν επίσης προπωλήσει εκατοντάδες εκατομμύρια δόσεις στον κόσμο, μερικές φορές υπό τη μορφή συμπράξεων με τοπικούς παρασκευαστές.
Σύμφωνα με την Oxfam, συμβόλαια έχουν ήδη υπογραφεί με πέντε από αυτούς τους παρασκευαστές που βρίσκονται στο τρίτο στάδιο των κλινικών δοκιμών για 5,3 δισεκ. δόσεις, το 51% για ανεπτυγμένες χώρες, μεταξύ των οποίων οι ανωτέρω, όπως και η Αυστραλία, το Χονγκ Κονγκ, η Ελβετία και το Ισραήλ (τα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνουν τα συμβόλαια για τα πειραματικά εμβόλια που δεν βρίσκονται ακόμη στο τρίτο στάδιο των κλινικών δοκιμών).
Τα υπόλοιπα θα δοθούν σε αναπτυσσόμενες χώρες, μεταξύ των οποίων η Ινδία (όπου βρίσκεται ο γιγάντιος όμιλος Serum Institute of India), το Μπανγκλαντές, η Κίνα, η Βραζιλία, η Ινδονησία και το Μεξικό, σύμφωνα με την Oxfam.
Οι ΗΠΑ του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ (330 εκατ. κάτοικοι) έχουν κάνει κράτηση συνολικά 800 εκατομμυρίων δόσεων σε έξι παρασκευαστές και η ΕΕ (450 εκατ. κάτοικοι) έχουν αγοράσει τουλάχιστον 1,5 δισεκ. δόσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία του AFP.
«Η ζωτικής σημασίας πρόσβαση (στα εμβόλια) δεν θα πρέπει να εξαρτάται από το μέρος στο οποίο κατοικεί κάποιος ούτε από τα χρήματα που έχει», δήλωσε εκφράζοντας τη λύπη του ο Ρόμπερτ Σίλβερμαν της Oxfam.
Ειδικοί της δημόσιας υγείας έχουν προτείνει πολλούς τρόπους παγκόσμιου καταμερισμού: ο ΠΟΥ θα ήθελε να δώσει σε κάθε χώρα ποσότητα ικανή για τον εμβολιασμό του 20% του πληθυσμού της, ενώ μια ομάδα ειδικών, που ασχολούνται με θέματα ηθικής φύσεως, πρότεινε να δοθεί προτεραιότητα στις χώρες, στις οποίες ο ιός έχει στοιχίσει τη ζωή στους περισσότερους ανθρώπους.
Ωστόσο οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι σκοπεύουν να προσφέρουν κατ’ αρχάς το εμβόλιο σε όλους τους κατοίκους τους κι όχι μόνον στους ευάλωτους και τους ηλικιωμένους.
Αυτό τον εθνικισμό των εμβολίων έχουν καταδικάσει πολλοί αξιωματούχοι της δημόσιας υγείας, όπως και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην ομιλία της χθες, Τετάρτη, το πρωί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.