O «Ριζοσπάστης» για το master plan: Οδοστρωτήρας δικαιωμάτων και θέσεων εργασίας για το άνοιγμα πεδίου κερδοφορίας στα «πράσινα» μονοπώλια
Το σχέδιο για τη «δίκαιη και αναπτυξιακή μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών», γνωστό και ως «master plan» για την «απολιγνιτοποίηση» παρουσίασε την περασμένη βδομάδα η κυβέρνηση, αφού εγκρίθηκε από την αρμόδια κυβερνητική επιτροπή. Επισήμως, η πρόταση θα υποβληθεί στην Κομισιόν μαζί με την υποβολή του τελικού master plan, στο τέλος του έτους.
Το σχέδιο εκπόνησε η «Συντονιστική Επιτροπή για τη Δίκαιη και Αναπτυξιακή μετάβαση» με τη συνδρομή της κοινοπραξίας των συμβουλευτικών πολυεθνικών «Boston Consulting Group» και «Grant Thornton». Τα κυβερνητικά στελέχη τόνισαν κατά την παρουσίασή του αλλά και σε κάθε βήμα όπου βρέθηκαν τις επόμενες μέρες, πως πρόκειται για ένα πλάνο «πλήρως εναρμονισμένο με τους στόχους και την πολιτική της ΕΕ», ενώ ο πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, χαρακτήρισε την απόφαση για την «απολιγνιτοποίηση» ως «περιβαλλοντικά και οικονομικά ορθή», απαντώντας σε σχετικό ερώτημα που του τέθηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου του Thessaloniki Helexpo Forum.
Τα ίδια τόνισε και ο ΥΠΕΝ, τις προηγούμενες μέρες, υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα της ταχείας «απολιγνιτοποίησης», και κάνοντας λόγο για «ασύμφορο λιγνίτη» καθώς, όπως ανέφερε, το μέσο μεταβλητό κόστος της λιγνιτικής Ενέργειας διαμορφώνεται στα 80 ευρώ/ΜWh, ενώ η Οριακή Τιμή Συστήματος στα 45 ευρώ/MWh. Ωστόσο, αυτό που απέφυγε να αναφέρει σχετικά με την αύξηση της τιμής της παραγόμενης από λιγνίτη Ενέργειας, είναι ότι η αυτή οφείλεται όχι σε κάποια ξαφνική εκτίναξη της τιμής του λιγνίτη, αλλά στην πολιτική και τα πρόστιμα της ΕΕ στη ΔΕΗ που σκοπεύουν στη παραγκώνισή του από το ενεργειακό μείγμα, ώστε να ανοίξουν νέα πεδία κερδοφορίας για τους επιχειρηματικούς ομίλους της Ενέργειας που δραστηριοποιούνται στις ΑΠΕ και το φυσικό αέριο.
Ο σχεδιασμός της κυβέρνησης, που αποτελεί την «ταφόπλακα» των θέσεων εργασίας και των δικαιωμάτων χιλιάδων εργαζομένων και του λαού της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης προβλέπει απόσυρση της πλειοψηφίας των λιγνιτικών μονάδων μέχρι το 2023. Τα φουγάρα των μονάδων Καρδιά 3 – 4 και Μεγαλόπολη 3 θα σβήσουν μέσα στο 2021, ενώ η υπό κατασκευή υπερσύγχρονη μονάδα «Πτολεμαΐδα V» θα λειτουργήσει με λιγνίτη μέχρι και το 2028.Πωλητήριο για τις λιγνιτικές περιοχές με «προίκα» για το κεφάλαιο
Το «πωλητήριο» που θέτει η κυβέρνηση στις λιγνιτικές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, ώστε να αποτελέσουν «φάρο προσέλκυσης επενδύσεων» για τα μονοπώλια της «πράσινης ανάπτυξης» και άλλων επιχειρηματικών ομίλων, διαθέτει μια «προίκα» άνω των 5 δισ. ευρώ που θα διατεθούν για την κρατική στήριξη του κεφαλαίου. Παράλληλα, συνοδεύεται από μια ατελείωτη λίστα διευκολύνσεων και παροχών, δημιουργώντας έτσι μια τεράστια «ειδική οικονομική ζώνη» φοροαπαλλαγών και άλλων προνομίων για την εξασφάλιση της κερδοφορίας των επιχειρηματιών.
Η «ειδική δέσμη κινήτρων» περιλαμβάνει κρατική κάλυψη του «επενδυτικού κενού επιχορηγήσεων», φοροαπαλλαγές και φοροελαφρύνσεις, απαλλαγές από τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις με καθορισμό περιορισμένου έως και μηδενικού κόστους χορήγησης αδειών, επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών της εργοδοσίας και δάνεια με ευνοϊκούς όρους και κρατικές εγγυήσεις για τους επιχειρηματίες, όπως και επιδοτήσεις για προγράμματα κατάρτισης προσωπικού. Στα «Κίνητρα διατήρησης υφιστάμενης λειτουργίας» προστίθενται παροχές επιχορηγήσεων για αναμόρφωση/ εκσυγχρονισμό παραγωγικής λειτουργίας καθώς και επιδότηση δανειακών υποχρεώσεων και μισθολογικού κόστους.
Ακόμα, η κυβέρνηση προτείνει την αύξηση των ποσοστών επιχορήγησης των επενδύσεων, αυξάνοντας τα όρια που θέτουν οι νομικοί περιορισμοί στην ένταση των ενισχύσεων. «Στη Δυτική Μακεδονία», είχε αναφέρει ο ΥΠΕΝ στην παρουσίαση του πλάνου, «για τις μεγάλες επιχειρήσεις έχουμε 25% κρατική ενίσχυση, για τις μεσαίες 35%, για τις μικρές 45%. Η δική μας πρόταση είναι 60% για τις μεγάλες επιχειρήσεις, 70% για τις μεσαίες και 80% για τις μικρές, για τις περιφερειακές ενότητες Κοζάνης, Φλώρινας και το Δήμο Μεγαλόπολης».
Από την άλλη, οι διακηρύξεις που είχε κάνει η κυβέρνηση για την ελαχιστοποίηση των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων που συνεπάγονται των σαρωτικών επιπτώσεων της «απολιγνιτοποίησης», είναι κυριολεκτικά ψίχουλα. Τα «κίνητρα για την υποστήριξη φυσικών προσώπων» περιλαμβάνουν απομείωση φόρου εισοδήματος για φυσικά και νομικά πρόσωπα, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, επιδότηση στεγαστικού δανείου και ενίσχυση των προβλεπόμενων επιδομάτων και προγραμμάτων κατάρτισης. Μειώσεις φόρων, δηλαδή που δεν αφορούν ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων που μισοδουλεύουν στις εργολαβίες της ΔΕΗ και των ορυχείων, μαζί με τη γνωστή συνταγή αναδιανομής της φτώχειας μέσω επιδομάτων πείνας και προγραμμάτων κατάρτισης, την ίδια ώρα που και το master plan αναγνωρίζει πως ανάμεσα στους 190 χιλιάδες κατοίκων που διαμένουν στις άμεσα επηρεαζόμενες περιφερειακές ενότητες της Κοζάνης και της Φλώρινας, «το 50% του εργατικού δυναμικού είναι άνω των 45 ετών, καθιστώντας την επανακατάρτιση πιο δύσκολη».«Ταφόπλακα» σε χιλιάδες θέσεις εργασίας
Οσον αφορά στο άλλο «τυρί» που βάζει στη φάκα της «απολιγνιτοποίησης» η κυβέρνηση για τον λαό της περιοχής, δηλαδή τις υποσχόμενες θέσεις εργασίας, τα πιο αισιόδοξα σενάρια του master plan κάνουν λόγο για περίπου 6.000 θέσεις εργασίας κατά τη φάση κατασκευής και 5.000 θέσεις εργασίας κατά τη λειτουργία των μελλοντικών επενδύσεων στη Δυτική Μακεδονία.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να εμφανίσει το μαύρο – άσπρο, υποστηρίζοντας πως θα δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας από όσες θα χαθούν, καθώς υπολογίζεται πως θα χαθούν περισσότερες από 4.000 άμεσες θέσεις εργασίας με το κλείσιμο των μονάδων και ορυχείων, ενώ το πλήγμα στις έμμεσες θέσεις εργασίας εκτιμάται πως μπορεί να φτάσει μέχρι και τις 20.000 στη Δυτική Μακεδονία. Με βάση μελέτες του ΤΕΕ «για κάθε μόνιμη θέση προσωπικού στην εξόρυξη λιγνίτη και στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, δημιουργούνται και διατηρούνται 3,28 θέσεις στην τοπική αγορά εργασίας». Σύμφωνα με τα ίδια τα στοιχεία του master plan, τον Ιούνη του 2020 οι επαγγελματίες προς απορρόφηση, υπολογίζονται σε περίπου 10.000.
Μάλιστα, σύμφωνα και με τη λίστα των επενδυτικών προτάσεων για την Δυτική Μακεδονία και την Αρκαδία που έφερε στο φως της δημοσιότητας το ΑΠΕ – ΜΠΕ, οι όποιες θέσεις εργασίας αφορούν κυρίως τη φάση της κατασκευής στα διάφορα επενδυτικά πλάνα, δηλαδή θέσεις εργασίας ορισμένου χρονικού διαστήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το πλάνο δημιουργίας φωτοβολταϊκού πάρκου στην Κοζάνη, επένδυσης ύψους 130 εκ. που προβλέπει 140 θέσεις εργασίας κατά τη φάση κατασκευής και 23 στη φάση λειτουργίας. Από το πλάνο δεν λείπουν και προτάσεις που ισχυρίζονται εξωπραγματικούς αριθμούς απασχόλησης, όπως αυτό της κατασκευής πλωτών ανεμογεννητριών, ύψους 50 εκ. που δήθεν θα δημιουργήσει 1.800 θέσεις εργασίας (!).
Κουβέντα, φυσικά, δεν γίνεται για σταθερή δουλειά με δικαιώματα. Αντίθετα, προωθούνται τα προγράμματά επανακατάρτισης για τους εργαζόμενους, δουλειά με ημερομηνία λήξης από έργο σε έργο με ατομικές συμβάσεις, φαραωνικά ωράρια και μισθούς πείνας, σε μια περιφέρεια που η ανεργία ξεπερνά το 30% και το 60% για τους νέους.
Από τις προηγούμενες δεκαετίες, που βρισκόταν σε εξέλιξη το σχέδιο της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, διαχρονικά όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις έταζαν με το τσουβάλι θέσεις εργασίας για να σπείρουν αυταπάτες στους εργαζόμενους και τον λαό της Δυτικής Μακεδονίας. Η πραγματικότητα όμως, έτσι όπως εξελίχθηκε, διέψευσε πανηγυρικά τις αστικές κυβερνήσεις. Είναι χαρακτηριστικό πως οι εργαζόμενοι τη δεκαετία του ’90 στη ΔΕΗ ξεπερνούσαν τους 36.000 (περισσότεροι από 10.000 στο Λεκανοπέδιο Δυτικής Μακεδονίας), σε μεγάλο βαθμό θέσεις πλήρους και σταθερής εργασίας, ενώ σήμερα δεν ξεπερνούν τις 16.000 και τις 4.000 στο Λεκανοπέδιο.
Η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας έφερε την εκτίναξη της ανεργίας, την εργολαβοποίηση και τα 8μηνα που ήρθαν να αντικαταστήσουν τις μόνιμες θέσεις εργασίας, που με τη σειρά τους οδήγησαν τον λαό της περιοχής στη μαζική φυγή από τον τόπο τους, όπως επισημαίνουν και τα στοιχεία του ίδιου του master plan, που αναφέρουν πως «περίπου το 4% του πληθυσμού της Δ. Μακεδονίας φεύγει από την περιοχή κάθε χρόνο, με την Κοζάνη να αγγίζει μέχρι το 7%».Ραμμένη στα μέτρα της πολιτικής της ΕΕ η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ
Χαρακτηριστική ήταν η κάλπικη αντιπαράθεση που στήθηκε μεταξύ της κυβέρνησης ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ τις μέρες που ακολούθησαν την παρουσίαση του master plan, με την οποία τα δύο αστικά κόμματα επιχείρησαν να αποκρύψουν τη στρατηγική τους σύγκλιση στην υλοποίηση της αντιλαϊκής ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ.
Ο Σωκράτης Φάμελλος, βουλευτής και τομεάρχης Ενέργειας – Περιβάλλοντος του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας την Παρασκευή 11 Σεπτέμβρη σε πάνελ για την Ενέργεια του Thessaloniki Helexpo Forum, τόνισε πως ο στόχος της ενεργειακής μετάβασης δεν πρέπει να αμφισβητηθεί, λέγοντας παράλληλα πως «η Ενέργεια για τον Ελληνα επιχειρηματία παραμένει ακριβή». Η κριτική του στο σχέδιο της «απολιγνιτοποίησης» ήταν πως «η μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή γίνεται απότομα και άδικα», καλώντας σε μια «πιο λογική και πιο σχεδιασμένη απολιγνιτοποίηση».
Χαρακτηριστική για τον τρόπο με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να συμβάλει στην προώθηση της «απολιγνιτοποίησης», καλλιεργώντας αυταπάτες στον λαό, ήταν και η τοποθέτηση του επικεφαλής της επιτροπής προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργου Σταθάκη, σε άλλο πάνελ του ίδιου φόρουμ. Ο ίδιος τόνισε πως ο σχεδιασμός της «πράσινης μετάβασης», για να είναι «ρεαλιστική, εφικτή και κοινωνικά δίκαιη», πρέπει να είναι «συμμετοχική», όπως είπε, και να μην περιλαμβάνει μόνο μεγάλες επενδύσεις στις ΑΠΕ, αλλά και ένα «τοπικό, αποκεντρωμένο, συμμετοχικό σύστημα στο οποίο θα συμμετέχουν νοικοκυριά, αγρότες, τοπικά σχήματα και κοινότητες».
Οι ενεργειακές κοινότητες, που νομοθετήθηκαν από την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με την ψήφο της ΝΔ και των άλλων αστικών κομμάτων, προωθούνται συστηματικά τα τελευταία χρόνια. Το νομικό τους πλαίσιο αποσκοπεί στη διευκόλυνση επενδύσεων στον τομέα των ΑΠΕ, για επιχειρηματίες του Τουρισμού, επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται ή επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν στον αγροτοδιατροφικό τομέα και φυσικά την Τοπική Διοίκηση και των δύο βαθμίδων. Αποτελούν ακόμα ένα «όχημα» κερδοφορίας του κεφαλαίου και εξαπάτησης των λαϊκών στρωμάτων για την προώθηση της «απελευθέρωσης» της αγοράς Ενέργειας γενικά, με ειδικό στόχο την ενίσχυση του μεριδίου των ΑΠΕ στο συνολικό ενεργειακό μείγμα.
Με προκάλυμμα την «αλληλέγγυα οικονομία» και την δήθεν αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, κυβέρνηση, αντιπολίτευση και τα στελέχη τους στην Τοπική Διοίκηση, επιχειρούν να ενσωματώσουν τις λαϊκές αντιδράσεις και να καλλιεργήσουν την αυταπάτη πως μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή διαχείριση στο πλαίσιο της «απελευθέρωσης». Την ίδια ώρα, είναι ζωντανές οι επιπτώσεις από την επιβολή των λεγόμενων «πράσινων» τελών και των σχετικών κρατικών φόρων που μπήκαν στα νοικοκυριά και έχουν αυξηθεί πάνω από 140% και οδήγησαν στην εκτόξευση των τιμολογίων ηλεκτρισμού, στις ανεμογεννήτριες, που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια στα βουνά, και στις φωτοβολταϊκές επενδύσεις, που οδήγησαν στη χρεοκοπία χιλιάδων μικροεπενδυτών, με κερδισμένους τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους.Δ. Μ.