Αδιαφανής, αντιθεσμική και προσβλητική η διαδικασία διαβούλευσης σχετικά με το μέλλον της Ακρινής.
Αν επιχειρήσει κάποιος να εντοπίσει μια αλήθεια στο σήριαλ που ονομάζεται “μετεγκατάσταση Ακρινής” το μόνο σίγουρο είναι πως θα διαπιστώσει τον εμπαιγμό που υφίστανται οι κάτοικοι από όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων δέκα ετών.
Ο εμπαιγμός της Ακρινής έχει διακομματικά χαρακτηριστικά, αφού τόσο η προηγούμενη κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ (2015 – 2019), όσο και η κυβέρνηση Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ μέχρι το 2015, δεν δρομολογήσαν τα απαραίτητες διαδικασίες για να ολοκληρωθεί η μετεγκατάσταση του οικισμού.
Το πιο πρόσφατο επεισόδιο αυτού του σήριαλ του εμπαιγμού και της υποτίμησης, έχει να κάνει με την απόφαση της παρούσας κυβέρνησης να μην εφαρμόσει το νόμο, να μην υλοποιήσει την μετεγκατάσταση αλλά να προωθήσει μια “εναλλακτική” πρόταση με στόχο, όπως η ίδια λέει, τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χωριού.
Η κυβέρνηση το Φθινόπωρο του 2020, δια στόματος του τότε υπουργού κ. Χατζηδάκη δεσμεύτηκε να φέρει σε εύλογο χρόνο, ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη την πρόταση αυτή.
Πέρασαν 1 ½ χρόνια από τότε για να παρουσιαστεί εν τέλει μια πρόχειρη, ανεπεξέργαστη, αποσπασματική και με πολλά λάθη πρόταση δύο σελίδων. Από ότι είναι εύκολο να συμπεράνει κανείς, όλο αυτό το διάστημα δεν πραγματοποιήθηκε ουδεμία προετοιμασία για την εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου, απλά παρουσιάστηκε μια πρόταση που ετοιμάστηκε στο γόνατο ώστε να κλείσει το στόμα των κατοίκων. Η πρόταση που κατατέθηκε ήταν απλά το αποτέλεσμα της πίεσης των κάτοικων και κυρίως της νομικών πρωτοβουλιών του Συλλόγου Περιβάλλοντος και Ανέργων Ακρινής στο Συμβούλιο της Επικρατείας και η προσφυγή στην επιτροπή αναφορών του Ευρωκοινοβουλίου.
Έστω και έτσι όμως:
Αντί να ακολουθήσει της κυβερνητικής ανακοίνωσης, μια διαφανής και οργανωμένη διαδικασία διαβούλευσης, όπου θα εκφραστούν όλες οι απόψεις και όλοι οι προβληματισμό (όπως έπρεπε να γίνει και στην εκπόνηση του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης), γινόμαστε μάρτυρες συζητήσεων πίσω από κλειστές πόρτες με κομματικά στελέχη χωρίς ατζέντα, χωρίς προτάσεις, χωρίς διαφάνεια.
Δυστυχώς όλη αυτή η διαδικασία αποτελεί ακόμα ένα επεισόδιο απαξίωσης και εμπαιγμού των κατοίκων του οικισμού, που θα μπορούσε δυνητικά να αποτελέσει πραγματικά μια ευκαιρία εκπόνησης ενός τοπικού χωροταξικού σχεδίου ανάπτυξης για την ευρύτερη περιοχή με επίκεντρο την Ακρινή.
Η κυβέρνηση προσπαθεί με πασαλείμματα να στήσει μια πρόταση επενδύοντας στην εύλογη κούραση των κατοίκων και στην υποστήριξη των ‘προθύμων’ συνομιλητών.
Σε όλη αυτή την διαδικασία μεγάλα ερωτηματικά εγείρει η στάση του Δημάρχου Κοζάνης κ. Μαλούτα αφού:
- Είναι ο πρώτος και μοναδικός που συχνά αναφέρει ότι δεν υφίσταται πλέον νόμος για την μετεγκατάσταση. Η μη υλοποίηση της μετεγκατάστασης εντός του ορίου των δέκα χρόνων από την ψήφιση του νόμου το 2011, όχι απλά δεν “ακυρώνει” το νόμο, αλλά δίνει το δικαίωμα στους κατοίκους να διεκδικήσουν κάθε αποζημίωση για την ηθική κα υλική βλάβη που έχουν υποστεί όλες αυτά τα χρόνια.
- Από πολύ νωρίς έχει αποδεχτεί την πρόταση της κυβέρνησης για εγκατάλειψη της μετεγκατάστασης, διευκολύνοντας στο μέγιστο το κυβερνητικό αφήγημα και κυρίως την κυβερνητική προσπάθεια για μια ομαλή επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος ‘Ακρινή’.
- Έχει εκφράσει την αντίδραση του στις προσπάθειες νομικής δικαίωσης των κατοίκων της Ακρινής. Ελάχιστη υποχρέωση κάθε Δημάρχου είναι να στηρίζει τους δημότες στις προσπάθειες τους να δικαιωθούν νομικά.
- Έχει αποδεχτεί την αδιαφανή και προσβλητική για τους κατοίκους διαδικασία ‘μη διαβούλευσης’ που έχει δρομολογήσει το αρμόδιο υπουργείο. Αν δεν συμμετέχει και ο ίδιος σε αυτήν!
- Λειτουργεί αντιθεσμικά απαξιώνοντας τον εκλεγμένο πρόεδρο του χωριού, έχοντας πλέον αποκτήσει προνομιακούς κυβερνητικούς συνομιλητές.
Η κυβέρνηση στρατηγικά μεθοδεύει την ‘διαχείριση΄ του καυτού θέματος της μετεγκατάστασης της Ακρινής, με το μικρότερο δυνατό -πολιτικό και οικονομικό- κόστος έχοντας βρει πρόθυμους τοπικούς συμμάχους με πρώτο τον κ. Μαλούτα, ο οποίος άνοιξε την “κερκόπορτα” που χτυπούσαν οι φιλοκυβερνητικοι παροπλισμένοι πολιτευτές.
Τέλος, όλοι συμφωνούμε πως αυτοί που θα κληθούν στο τέλος να επιλέξουν θα είναι οι κάτοικοι του χωριού. Η επιλογή όμως, αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί, θα πρέπει να γίνει πάνω σε ένα ξεκάθαρο δίλημμα και όχι σε μια πρόταση χωρίς εναλλακτικές (take it or leave it).