Όλα όσα θέλετε να ξέρετε για την καταγγελία σύμβασης εργασίας
Η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός και αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη.
Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί αζημίως από τον εργοδότη δηλ. χωρίς υποχρέωσή του προς καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, και χωρίς να τηρηθεί ο απαιτούμενος έγγραφος τύπος της καταγγελίας, εφόσον, κατά του εργαζόμενου (υπαλλήλου ή εργάτη), υποβλήθηκε μήνυση για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή απαγγέλθηκε εις βάρος του κατηγορία για αδίκημα, το οποίο φέρει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος (κατόπιν μήνυσης ακόμη και τρίτου και όχι απαραίτητα του εργοδότη).
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το διαπραχθέν αδίκημα (ανεξαρτήτως της βαρύτητάς του) πρέπει να επηρεάζει ουσιαστικά και δυσμενώς την ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσης. Θα πρέπει δηλαδή, υπό τις διαμορφωμένες συνθήκες, εξαιτίας αυτού να έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα η εμπιστοσύνη μεταξύ των μερών, σε σημείο που να καθίσταται δυσχερής η εξακολούθηση της ισχύος της σύμβασης εργασίας.
Ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης, αλλά όχι οριστικά. Και τούτο διότι, αν επακολουθήσει απαλλαγή του εργαζόμενου με βούλευμα ή με δικαστική απόφαση, ο μισθωτός δικαιούται να ζητήσει την νόμιμη αποζημίωση, από την κοινοποίηση στον εργοδότη του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αθωωτικής απόφασης.
Εξαίρεση αφενός από την υποχρέωση πλήρους καταβολής της αποζημίωσης απολύσεως και αφετέρου από το αναιτιώδες της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δικαιολογούν γεγονότα ανωτέρας βίας, τα οποία διακόπτουν οριστικά και ολικά τη λειτουργία της επιχείρησης.
Ειδικότερα, ο υπάλληλος απολυόμενος ένεκα διακοπής της εργασίας λόγω πυρκαγιάς ή άλλου περιστατικού ανωτέρας βίας για τα οποία τυγχάνει ασφαλισμένος ο εργοδότης, δικαιούται τα 2/3 της αποζημίωσης ίσης προς το σύνολο των τακτικών αποδοχών τις οποίες θα ελάμβανε κατά το χρόνο της καταγγελίας, εκτός αν από συμβάσεως ή εθίμου οφείλεται μεγαλύτερη αποζημίωση. Εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι όταν ο εργοδότης δεν είναι ασφαλισμένος για το συγκεκριμένο περιστατικό βίας που προκάλεσε την παύση των εργασιών της επιχείρησης απαλλάσσεται εντελώς από την υποχρέωση καταβολής της αποζημίωσης. Και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις, όμως, υποχρεούται να τηρήσει τον έγγραφο τύπο της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης καθώς και να αναφέρει στο έγγραφο αυτής την αιτία της απόλυσης. Συνοψίζοντας, όταν ο λόγος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου στηρίζεται σε περιστατικό ανωτέρας βίας, εφόσον συντρέξουν οι προβλεπόμενες από το νομοθέτη προϋποθέσεις (ανωτέρα βία, οριστική και ολική παύση εργασιών, μη ασφαλισμένος για το περιστατικό αυτό) ο εργοδότης μπορεί να απολύσει τον εργαζόμενο καταγγέλλοντας τη σύμβαση εργασίας του με έγγραφο τύπο και χωρίς αποζημίωση.
Ο μισθωτός απολύεται έγκυρα, χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις του νόμου (αποζημίωση και έγγραφος τύπος) όταν με τη συμπεριφορά του επιδιώκει να προκαλέσει την καταγγελία με σκοπό να λάβει την προβλεπόμενη αποζημίωση.
Όσον αφορά ασθένεια του μισθωτού που διαρκεί πέρα από τα χρονικά όρια του νόμου, δεν λύει αυτοδίκαια τη σύμβαση εργασίας, αλλά είναι εκάστοτε ζήτημα κρίσης του αρμόδιου δικαστηρίου εάν η απουσία του μισθωτού λόγω ασθενείας πέρα από τα επιτρεπόμενα χρονικά όρια επέφερε ή όχι τη λύση της εργασιακής του σύμβασης. Σε περίπτωση, πάντως, που θεωρηθεί η απουσία του μισθωτού ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του, αυτός δεν δικαιούται την νόμιμη αποζημίωση.
Η επιλογή και ανάπτυξη των θεμάτων γίνεται από το λογιστικό γραφείο των Κωτούλα Αργυρώς και Κωτούλα Αλέξη