Νικόλαος Π. Δελιαλής – Μια σεμνή, εμβληματική προσωπικότητα της Κοβενταρείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Της Φανής Φτάκα-Τσικριτζή
Με αφορμή τα σημερινά εγκαίνια της Κοβενταρείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης στο νέο σύγχρονο κτήριο της από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας , μας έρχονται στο νου μια πλειάδα ανθρώπων, που συνέβαλαν καθοριστικά από την πρώτη κιόλας χρονιά δημιουργίας της -πρωτοξεκίνησε το 1688 σαν σχολική – στη λειτουργία και στον εμπλουτισμό της . Ας ξεκινήσουμε από τους φωτισμένους δασκάλους της Σχολής της Κοζάνης (Ευγένιο Βούλγαρη, Γεώργιο (Γρηγόριο ) Κονταρή, Ιωάννη Καλοστύπη) μέχρι τους αδελφούς Τακιατζή και Παπαδημητρίου, Κοζανίτες της διασποράς που ήταν οι κύριοι χρηματοδότες της ανέγερσης (1813) του πρώτου αυτόνομου κτηρίου της μαζί με τη Σχολή, στα δεξιά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου και του εμπλουτισμού της με νέα βιβλία, για να φθάσουμε στους δωρητές αδελφούς Κοβεντάρου, τα νεότερα χρόνια. Ανάμεσα στους επιφανείς όμως συμπεριλαμβάνονται και κάποιοι άλλοι, απλοί πολίτες και υπάλληλοι της ΚΔΒΚ που ανάλωσαν τη ζωή τους για τη διαφύλαξη και τη διάδοση των πολύτιμων κειμηλίων της, χωρίς δυστυχώς μέχρι σήμερα το έργο τους αυτό να γίνει γνωστό στο ευρύ κοινό.
Στην τελευταία (8/10/2018) συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Κοζάνης, με αφορμή τα σημερινά εγκαίνια του ΚΔΒΚ, λήφθηκε απόφαση απονομής του Αργυρού Μεταλλίου της πόλης Κοζάνης στον Ιωάννη Ζήγρα, ως ένδειξη τιμής και αναγνώρισης για την συμβολή του στη διάσωση παλαιών εντύπων της βιβλιοθήκης επί γερμανικής κατοχής. Παρατίθεται αυτούσια η εισήγηση της Επιτροπής Τιμητικών Διακρίσεων του Δήμου Κοζάνης: “Ο Ιωάννης Ζήγρας σε ηλικία μόλις 8 ετών μαζί με τον πατέρα του Σπύρο Ζήγρα , στη γερμανική κατοχή, κατάφεραν θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή , να διασώσουν παλαιά ιστορικά έντυπα, μεταφέροντας τα με ένα κάρο στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου, το οποίο βρίσκεται παραπλεύρως του ιερού ναού Αγίου Δημητρίου. Εκεί κατάφεραν να τα διασώσουν κρύβοντας τα σε κατακόμβες τις οποίες χτίσανε “.
Για τη διάσωση των ιστορικών κειμηλίων της ΚΔΒΚ δε γνωρίζω ακριβώς ποια ήταν η συμβολή του κ. Ιωάννη Ζήγρα, παιδιού 8 χρονών τότε, όπως και του πατέρα του, που ως αγωγιάτης τα μετέφερε στον Αη-Λάζαρο, που σημειωτέον έχει μεγάλο θολωτό υπόγειο, το οποίο χρησίμεψε και ως καταφύγιο των περιοίκων στους Ιταλογερμανικούς βομβαρδισμούς την Άνοιξη του 1941. Αν ο κ. Ιωάννης Ζήγρας και ο πατέρας του Σπύρος επιπλέον έκτισαν μέχρι και κατακόμβες για να σώσουν τον πνευματικό θησαυρό της Βιβλιοθήκης και μιας ολόκληρης πόλης που το 1923, η συλλογή της αριθμούσε : 6.251 τόμους βιβλίων, 584 χειρόγραφους κώδικες και κώδικες εγγράφων και 307 περιοδικά, μάλλον ήταν δουλειά της Επιτροπής Τιμητικών Διακρίσεων του Δήμου να το διερευνήσει πριν φέρει το θέμα στο Δημοτικό Συμβούλιο.
Σε όλους όμως τους παλιούς Κοζανίτες είναι γνωστό από χρόνια ότι ο ιθύνων νους της ηρωικής και ριψοκίνδυνης αυτής πράξης ήταν ο Νικόλαος Π. Δελιαλής, βιβλιοφύλαξ και έφορος αυτής από το 1923 , χρονιά που η Βιβλιοθήκη παραχωρήθηκε στο Δήμο. Μέσα μάλιστα στα πολύτιμα κειμήλια που διασώθηκαν από τους Γερμανούς ήταν και πολλά μαρξιστικά έντυπα, των οποίων η κυκλοφορία είχε απαγορευθεί από τους κατακτητές, βάζοντας αυτόματα σε μεγάλο κίνδυνο όσους τα κατείχαν.
Σύμφωνα με άρθρο της κ. Ελένης Μαργαρίτη, βιβλιοθηκονόμου της ΚΔΒΚ και προέδρου των βιβλιοθηκονόμων Δ. Μακεδονίας στην εφημερίδα “Πτολεμαίος” (8/5/2017) αναφέρεται καθαρά ότι “επί θητείας του Νικολάου Π. Δελιαλή, ως εφόρου της Βιβλιοθήκης γίνεται προσπάθεια απογραφής και οργάνωσης της Βιβλιοθήκης, που χάρη στην απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Κοζάνης και στις προσπάθειες του Π. Δελιαλή διασώθηκε κατά τη γερμανική Κατοχή”.
Ο κ. Βασίλης Καραγιάννης, πρώην Δ/ντης του ΙΝΒΑ και της ΚΔΒΚ, μετά το Forum Ιδεών 2017 της ΚΔΒΚ αναφέρει σε άρθρο του, με τίτλο: ο κύριος Διευθυντής της Κυρίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης ότι “ο Νικόλαος Π. Δελιαλής υπήρξε ο αναστηλωτή κι «άγιος» αυτής, λόγω του τρόπου και της θυσιαστικής του προσφοράς, (θαρρείς πως γι αυτόν έγραψε ο Χ.Λ. Μπόρχες το ποίημα «Ο φύλακας των βιβλίων). Και μπορεί για τυπικούς λόγους να μην υπήρξε ποτέ διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης , ουσιαστικά ήταν όμως ο Δ/ντης του χώρου, γιατί διευθυντής είναι εκείνος που παίρνει πάνω στους ώμους του ό,τι του αναθέτουν και γίνεται ψυχικόν και σωματικόν παρανάλωμα για να τα φέρει εις πέρας”.
Ο Νικόλαος Π. Δελιαλής καταγόμενος από εύπορη κοζανίτικη οικογένεια και απόφοιτος μόλις της Τρίτης Δημοτικού, επέδειξε μια ιδιαίτερη αγάπη για τα βιβλία και παρουσίασε ένα μεγάλο συγγραφικό έργο, για το οποίο ποτέ του δεν καυχήθηκε. Τα αδέλφια του είχαν στην κατοχή τους το Ξενοδοχείο Άνεσις (νυν Σκαρκαλά) και το ξενοδοχείο Νεάπολη, το οποίο αργότερα παραχώρησαν στο Δήμο Κοζάνης και στο οποίο λειτουργεί σήμερα το 1ο Δημοτικό ΚΑΠΗ. Ο ίδιος συναισθανόμενος βαθειά μέσα του το προσωπικό του χρέος προς την πόλη χρησιμοποίησε πολλές φορές κεφάλαια της πατρικής περιουσίας και το αντίτιμο του μισθού του για τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης σε βιβλία σε βαθμό που τα αδέλφια του να λεν συχνά “ότι ο Νικόλας με αυτές του τις δράσεις μας κατέστρεψε”. Αναγνωρίζοντας επίσης πολύ νωρίς τον μεγάλο και ιδιαίτερο πλούτο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης προχώρησε στην οργάνωση της και στην καταλογράφηση των εντύπων της. Συνέταξε τους 2 σπουδαίους τόμους των Καταλόγων της Βιβλιοθήκης γνωστοποιώντας τον πλούτο αυτής στον χώρο των πανεπιστημίων και στον ερευνητικό κόσμο τόσο στην Ελλάδα όσο και στο Εξωτερικό. Γι’ αυτή του την τεράστια συνεισφορά στη διάσωση της πνευματικής κληρονομιάς του τόπου μας και της χώρας γενικά , η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε με το ύψιστο βραβείο τιμής, ενώ ο Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης τον κάλεσε για να του απονείμει τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα, εισπράττοντας τελικά εκ μέρους του μια αρνητική αυτοσαρκαστική απάντηση με το περιβόητο «Μπριτς» που πέρασε στην Ιστορία!
Δυστυχώς, ο Δήμος Κοζάνης σε αντίθεση με τους “εξωτερικούς” πνευματικούς φορείς δεν αναγνώρισε επαρκώς την προσφορά του και δεν τον τίμησε δεόντως, θεωρώντας ίσως αυτονόητη την εν γένει δράση του, εξομοιώνοντας αυτήν με ενός απλού βιβλιοθηκαρίου. Για το συνολικό του έργο δόθηκε μόνο προς τιμή του το όνομα του σε κάποια από τις αίθουσες του παλιού κτηρίου της Βιβλιοθήκης, παράλληλα με το όνομα του Βασίλη Σιαμπανόπουλου και του Μητροπολίτη Διονυσίου για άλλους ο καθένας λόγους. Ας ελπίσουμε ότι αυτή η τιμή θα ισχύσει μεταφερόμενη και στο καινούριο κτήριο. Φθάνει όμως αυτό; Τόσο απλά ξεγράφεται το χρέος μιας ολόκληρης κοινωνίας και μιας ολόκληρης πόλης απέναντι του, όταν κάποιοι άλλοι, σε ρόλους κομπάρσου, τυγχάνουν των ύψιστων τιμητικών διακρίσεων αυτής της πόλης;
ΥΣ.