Από τα Ρουγκατσιάρια στα Μπουμπουσιάρια της Δυτικής Μακεδονίας. Της Φανής Φτάκα-Τσικριτζή, συλλέκτριας λαογραφικού υλικού
Με την ανατολή του νέου χρόνου ορισμένες αγροτικές και ορεινές κοινότητες της Δυτικής Μακεδονίας άλλαξαν όψη. Μες το καταχείμωνο -αν και φέτος η κλιματική αλλαγή έφερε τα πάνω-κάτω εξαφανίζοντας ακόμα και το χιόνι από τα μέρη μας- οι έρημοι δρόμοι και τα μεσοχώρια των κοινοτήτων απέκτησαν ξανά ζωή γεμίζοντας από ομάδες μεταμφιεσμένων, τα Ρουγκατσιάρια.
Από το ακριτικό Επταχώρι μέχρι τη μαρτυρική Κλεισούρα κι από το Εμπόριο και τη Μεταμόρφωση μέχρι το Τρανόβαλτο και το Λιβαδερό παραμονή κι ανήμερα κυρίως της Πρωτοχρονιάς ήχησαν ακόμα μια φορά τα κυπριά και τα κουδούνια, οι ζουρνάδες, οι γκάιντες και τα νταούλια ή τα κλαρίνα καλωσορίζοντας μαζί με τον αγερμικό θίασο των μεταμφιεσμένων τον ερχομό του Νέου Χρόνου με αρχέγονες τελετουργίες.
Οι σύγχρονοι αυτοί τελεστές κρατώντας σπαθιά, ρόπαλα ή μπαστούνια, πασαλειμμένοι στο πρόσωπο με καπνιά και λίγδα (χοιρινό λίπος) ή καλυμμένοι με μάσκες και λαγοτόμαρα, αλλού φορούσαν στολή μακεδονομάχου ή τσολιά, αλλού γκέκα και κοκόνας, αλλού καπετάνιου και νύφης ενώ αλλού ήταν ντυμένοι απλοί γκουρμπιτέοι και κουδουνάδες, καλυμμένοι συνήθως με προβιές προβάτων.
Ο αγερμικός αυτός θίασος, αποτελούμενος αποκλειστικά από μεταμφιεσμένους άνδρες τηρεί με ευλάβεια κάθε χρόνο το έθιμο της επίσκεψης από σπίτι σε σπίτι ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, τιμώντας τους νοικοκυραίους με πρωτοχρονιάτικα κάλαντα και ευχές. Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των θιάσων είναι ο χορός συνοδεία οργάνων μαζί με πειράγματα και κυνηγητά στους δρόμους και στις πλατείες για το κλέψιμο της νύφης ή της κοκόνας, σύμβολο της γονιμότητας του σπιτιού και της φύσης.
Στο Επταχώρι τους ονομάζουν Μπούμπαρους, στην Κλεισούρα Αργκουτσιάρια, στο Εμπόριο Γκέκηδες και Εσκαρήδες ή Κοκκόνες και Γκέκηδες, στη Μεταμόρφωση Λιουγκατσάρια και στο Τρανόβαλτο “Ρουγκατζιάρια”, στο Λιβαδερό Ρογκατσάρια ή Αράπηδες.
Όλες αυτές οι λαϊκές τελετουργίες έχουν τις ρίζες τους τόσο στην Ελληνική απώτατη Αρχαιότητα, αφού η προέλευση του εθίμου παραπέμπει σε αρχαίες τελετές για τη γονιμότητα με πολλά διονυσιακά χαρακτηριστικά. Αντλούν όμως στοιχεία και από τη Νεώτερη Ελληνική Ιστορία (Τουρκοκρατία, Μακεδονικό Αγώνα). Οι τελεστές παίρνοντας κάθε φορά τη σκυτάλη από την προηγούμενη γενιά τηρούν αυτά τα πατροπαράδοτα κατ’ εξοχήν πρωτοχρονιάτικα έθιμα με θρησκευτική αφοσίωση, θέλοντας από τη μια να ξορκίσουν το κακό κι από την άλλη να υποβοηθήσουν με μαγικό τρόπο τη φύση να βλαστήσει και να αναζωογονηθεί.
Είναι λαϊκά δρώμενα ευετηριακού χαρακτήρα που συνδέονται άμεσα με τον ερχομό της νέας χρονιάς, με σκοπό την καλοχρονιά, τον πλούτο και την ευγονία του σπιτιού μαζί με τη γονιμότητα της φύσης. Τα κουδούνια με το θόρυβο τους και τα χτυπήματα με τα πόδια στη γη όπως και οι μεταμφιέσεις που αναπαριστούν πνεύματα και δυνάμεις της φύσης επιδιώκουν να εκδιώξουν το κακό μακριά από τα σπίτια και να ξυπνήσουν τον σπόρο του βλασταριού που κοιμάται ακόμη βαθιά μέσα στη γη.
Η χορεία βέβαια των λαϊκών δρώμενων του Δωδεκαημέρου δε σταματά όμως μόνο στις αγροτικές -ορεινές κοινότητες της Δ. Μακεδονίας. Δρώμενα μεταμφιεσμένων τελούνται και αλλού. Στην Εράτυρα και στη Σιάτιστα τα ονομάζουν Μπουμπουσιάρια ενώ στην Καστοριά Ραγκουτσάρια. Σ΄αυτές όμως τις τρεις τελευταίες αστικές κοινότητες ο αγροτικός χαρακτήρας του εθίμου έχει χαθεί. Κυρίαρχος τρόπος έκφρασης αυτών των τοπικών κοινοτήτων εδώ και πολλά χρόνια είναι η παρέλαση αρμάτων και μεταμφιεσμένων κατά ομάδες, μαζί με χορό με όργανα στις πλατείες. Τέτοιες εκδηλώσεις οργανώθηκαν χθες στα Μπουμπουσάρια της Εράτυρας, ενώ οι αντίστοιχες της Σιάτιστας και της Καστοριάς θα κορυφωθούν τα Φώτα και τ’ Αϊ Γιαννιού.
Και στην Κοζάνη εμφανίζονταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50 τα Ρογκατζιάρια. Ήταν άνδρες δυνατοί, κωδωνοφόροι, που ζώνονταν με κυπρά και κουδούνια χιαστί στο στήθος κουβαλώντας ο καθένας δυο σειρές κουδούνια μέχρι 80 οκάδες. Μια σειρά ζώνονταν στη μέση κρεμασμένα από ζνάρια και μια σειρά στην πλάτη και στο στήθος. Σε παλιότερες εποχές αυτοί οι κωδωνοφόροι φορούσαν φουστανέλες, ενώ αργότερα σαλβάρια. Στο πρόσωπο μέχρι το 1912 χρησιμοποιούσαν μάσκες. Κάλυπταν το σώμα τους με προβιές και κρεμούσαν ουρές. Στα χέρια βαστούσαν σφυριά και δρεπάνια. Μες το Δωδεκαήμερο, ανήμερα τ’ Αϊ Βασιλιού, των Φώτων και τ’ Αϊ Γιαννιού εμφανίζονταν κατά δυάδες έξω από το Δημαρχείο, στο τρίγωνο και επισκέπτονταν σπίτια εορταζόντων σείοντας τα κουδούνια τους. Κερνιούνταν και μάζευαν χρήματα.
Οι κωδωνοφόροι αυτοί πρωτοεμφανίστηκαν στην Κοζάνη γύρω στα 1650. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία γι’ αυτούς προέρχεται από μια καταγραφή του ιερού κώδικα του Ναού του Αγίου Νικολάου, έτους 1747 όπου σημειώνεται είσπραξη 5.400 παράδων από των Ρογκατζιαρίων προηγούμενων ετών, αρχής γενομένης από το 1722 υπέρ του Ναού.
Η αστικοποίηση και η αστυφιλία όπως και η ερήμωση πολλών ορεινών οικισμών δεν επιτρέπει πλέον στις περισσότερες των περιπτώσεων την αναβίωση του ωραίου αυτού εθίμου, σύμβολο της γονιμότητας και της καλοχρονιάς. Όσες ορεινές και πεδινές κοινότητες το κρατούν ακόμα, αυτό οφείλεται γιατί μεταλαμπαδεύτηκε αυτό το μεράκι στις νεότερες γενιές που αν και ξενιτεμένοι πολλοί από αυτούς, σπεύδουν αυτές τις μέρες στο χωριό τους για να αναβιώσουν ακόμη μια φορά τα λαϊκά αυτά δρώμενα με την ίδια ευλάβεια και πίστη που διέκρινε τους προγόνους τους.
Ένα μεγάλος δημόσιος Έπαινος τους αξίζει γι’ αυτό !
Καλή και Γόνιμη Χρονιά σε όλους !