Έμαθαν με καθυστέρηση τεσσάρων ημερών πως η μητέρα τους ήταν νεκρή- Καταγγελία του συμπολίτη μας Β. Χατζή για τα όσα συνέβησαν με τη νοσηλεία της μητέρας του στο Νοσοκομείο «Γεννηματάς»
Οι νεκροί του κορωνοϊού δεν είναι αριθμοί. Είναι άνθρωποι, οι άνθρωποί μας, που φεύγουν και κηδεύονται σε συνθήκες σκληρές και ψυχρές.
Μια τέτοια ιστορία, την ιστορία του θανάτου της δικής του μητέρας μεταφέρει ο Βασίλης Χατζής, με καταγωγή από την Αθήνα και κάτοικος Κοζάνης εδώ και πολλά χρόνια.
Η μητέρα του Βασίλη έφυγε πριν μερικές μέρες και τον ίδιο με τον αδελφό του Άγγελο, ο οποίος υπήρξε ο «φύλακας-άγγελος» της μητέρας τους τα τελευταία χρόνια, θα τους βαραίνουν για πάντα αυτές οι τελευταίες μέρες πριν το θάνατό της.
Μεταφέρουμε την ιστορία, όπως την λέει ο ίδιος:
Ο πόνος κάποτε θα κοπάσει, η θύμηση ποτέ. Τι γίνεται όμως με την οργή και το θυμό;
Η μητέρα μου μπορεί κάποιος να πει ότι έζησε μία γεμάτη ζωή. Υπήρξε μια γυναίκα θεοσεβούμενη, αλλά όχι θρησκόληπτη, με ένα σύζυγο μορφωμένο που την αγαπούσε και την τάιζε τα τελευταία δύο χρόνια που δεν μπορούσε μόνη της, δύο, πιστεύω, καλά παιδιά (ο αδερφός μου σίγουρα). Πήγε ταξίδια, γλέντησε σε χορούς και ταβέρνες, είδε τρία εγγόνια είχε μία «γεμάτη» ζωή. Κι όμως από τη ζωή της θα θυμόμαστε το τέλος της, τον τρόπο που έφυγε.
Όταν ο αδερφός μου, στις 22 Δεκεμβρίου, παρατήρησε ότι το όνομά του δεν «ακούγεται» στο σπίτι (βλέπετε η μητέρα μου ήταν τα τελευταία δύο χρόνια στο κρεβάτι και το μόνο που έκανε ήταν να φωνάζει «Άγγελε», τον αδερφό μου) κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά, οπότε και τηλεφώνησε στο 166 και στις 20:00 μεταφέρθηκε στο «Γεννηματά». Εκεί της έκαναν εξέταση για Covid που βγήκε αρνητικό, την πήραν να την πάνε για αξονική και είπαν στον Άγγελο ότι πρέπει να φύγει.
Την επόμενη μέρα που πήγε να μάθει για την κατάστασή της, του απαγόρεψαν την είσοδο και του έδωσαν ένα τηλέφωνο για να ενημερωθεί. Στο τηλέφωνο αυτό, το οποίο κάλεσα κι εγώ μου απάντησε κάποια διοικητική υπάλληλος, η οποία, πέρα από την δυστυχία της που έχασε τους γονείς της και την αγανάκτησή της ότι θα κάνει Χριστούγεννα στη δουλειά χωρίς την οικογένειά της, μου είπε ότι δεν μπορεί να μου δώσει πληροφορίες, επικαλούμενη το ιατρικό απόρρητο, στη δε επιμονή μου να μιλήσω με κάποιο γιατρό, μου απάντησε ότι έχουν εντολή να μην απασχολούν το ιατρικό προσωπικό! Στην ερώτησή μου αν η μητέρα μου είναι ζωντανή ή όχι μου απάντησε «αν είχε πεθάνει θα σας είχαμε ενημερώσει». Συνέχισα λέγοντάς της τι πρέπει να κάνω εγώ και μου απάντησε «να περιμένετε και όταν γίνει καλά θα σας τη φέρουμε σπίτι».
24-25-26 Δεκεμβρίου δεν είχαμε κανένα νέο, εννοείται ότι κάθε μέρα ο αδερφός μου προσπαθούσε μέσω τηλεφώνου, γνωστών και επισκέψεων στις πύλες του νοσοκομείου, να μάθει κάτι.
27 Δεκεμβρίου, από το ίδιο τηλέφωνο που είχαμε από την αρχή, του έδωσαν το τηλέφωνο των γιατρών της κλινικής που νοσηλευόταν και κατάφερε τελικά να βρει το γιατρό της. Η διάγνωση του ήταν ουρολοίμωξη και μικροβιαιμία, δύσκολη περίπτωση για μία γυναίκα της ηλικίας της, αλλά ήταν καθησυχαστικός για τη ζωή της.
Τις επόμενες μέρες υπήρχε κάποια «επικοινωνία» με το γιατρό. Οι απαντήσεις του ήταν στα ίδια επίπεδα «δύσκολο αλλά αντιμετωπίσιμο».
Στις 31 Δεκεμβρίου του τηλεφώνησαν από τον ΕΟΔΥ και του είπαν ότι σε τυχαίο test στο νοσοκομείο, βρέθηκε θετική στον κορονοϊό και θα μεταφερθεί σε κλινική Covid, ενώ την επόμενη του τηλεφωνούν από την Πολιτική Προστασία για να του πουν ότι θα πρέπει να μείνει (ο αδερφός μου) 15 μέρες καραντίνα, ενώ η μητέρα μου κόλλησε μέσα στο νοσοκομείο.
(Δύο τηλέφωνα σε δύο μέρες! Έχει σημασία).
Μετά από αυτό ο γιατρός άλλαξε και από τότε ο αδερφός μου τον έβρισκε κάθε μέρα, τηλεφωνικώς, και μιλούσε, εκτός από την Πρωτοχρονιά καθημερινά μαζί του. Στις 7 Ιανουαρίου, ημέρα Πέμπτη, στην επικοινωνία τους ο γιατρός του λέει ότι η κατάστασή της «είναι σταθερή».
Την επόμενη μέρα, 8 Ιανουαρίου Παρασκευή, δεν τον βρήκε, Σαββατοκύριακο δεν μπορείς να επικοινωνήσεις (λογικό), οπότε Δευτέρα 11 Ιανουαρίου, όπως κάθε μέρα επί τόσο καιρό, προσπαθεί να επικοινωνήσει.
Φτάνουμε λοιπόν στην αποφράδα ημέρα, Δευτέρα 11 Ιανουαρίου:
1η επικοινωνία του λένε πάρτε σε 15 λεπτά
2η επικοινωνία, διαφορετικός άνθρωπος στο τηλέφωνο, τον ρωτάει πότε επικοινώνησε τελευταία φορά με το γιατρό της και του λέει πάρτε σε 15 λεπτά.
3η επικοινωνία, πάλι διαφορετικός άνθρωπος, του λέει «συλλυπητήρια η μητέρα σας πέθανε την Πέμπτη 7 Ιανουαρίου». Στην πιο εύλογη ερώτηση του κόσμου, που είναι «γιατί δεν με ειδοποιήσατε» η απάντηση ήταν «σας πήραμε τηλέφωνο, αλλά δεν σας βρήκαμε».
Αναγνωρίζω την κρισιμότατα των καταστάσεων που δημιουργήθηκαν από την Covid-19, την πίεση, την κούραση, την ευθύνη που έπεσε σε όλο το Δημόσιο Σύστημα Υγείας και σέβομαι απόλυτα τις υπεράνθρωπες προσπάθειες γιατρών και νοσηλευτών που αδιάκοπα χωρίς ξεκούραση και με αυταπάρνηση, ένα χρόνο τώρα πασχίζουν να σώσουν ζωές με κίνδυνο τη δική τους.
Πέρα από αυτό όμως, σίγουρα κάποιος «τρέχει» και επιβλέπει τις διαδικασίες και είναι φανερό πως οι διαδικασίες αυτή τη φορά δεν δούλεψαν, τα ερωτήματα πολλά.
Γιατί από τον ΕΟΔΥ και την Πολιτική Προστασία τον βρήκαν δύο φορές στο τηλέφωνο;
Ποιος έπρεπε να ειδοποιήσει;
Γιατί δεν προσπάθησαν να ειδοποιήσουν μέχρι να το καταφέρουν;
Ποιος είπε μην προσπαθείς άλλο;
Πολλά και για πριν το θάνατο της. Τι έκανε επί 15 μέρες; Κοίταζε το ταβάνι; Φώναζε «Άγγελε»; Που την είχαν, πως την είχαν; Αν δεν μπόρεσαν να μας ειδοποιήσουν, όταν πέθανε, τι μπορεί να περνάει από το μυαλό μας;
Ο αδερφός μου, Άγγελος Χατζής, δεν είχε το κουράγιο να μεταφέρει όσα τράβηξε τις 15 μέρες αβεβαιότητας, που η μητέρα μας ήταν στο νοσοκομείο γι’ αυτό ανέλαβα να μεταφέρω όσα μπόρεσε να μου εξιστορήσει.
Η μητέρα μου ήταν 86 χρονών και το τέλος της θα μας βαραίνει για πάντα.
Ευχαριστώ για την υπομονή σας που διαβάσατε μέχρι εδώ.