Ευάγγελος Καρλόπουλος Μονόδρομος για τη Δυτική Μακεδονία η διεκδίκηση bonus απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων.
Είναι αυτονόητο ότι στο πλαίσιο μιας πολιτικής κλιμακούμενης απεξάρτησης από τον
λιγνίτη, η απόσυρση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ ΑΕ θα προσφέρει ζωτικό οικονομικό
χώρο για τις ανταγωνιστικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής.
Η προβλεπόμενη απόσυρση του ΑΗΣ Καρδιάς για παράδειγμα, θα αφήσει ένα σημαντικό
ίσως και επικίνδυνο «κενό ισχύος» σε εθνικό επίπεδο. Ταυτόχρονα όμως, θα δημιουργήσει
ευνοϊκές επενδυτικές συνθήκες και «παράθυρα ευκαιρίας» για τους νέους παίχτες στην
ενεργειακή αγορά. Βεβαίως, όχι απαραίτητα με χρήση λιγνίτη και σίγουρα όχι στη Δυτική
Μακεδονία.
Εντελώς εκλαϊκευμένα, εάν για όποιους περιβαλλοντικούς λόγους επιβληθεί η απόσυρση
του 50% των ταξί ανά την Ελλάδα, τα υπόλοιπα ταξί προφανώς και θα καταγράφουν
βελτιωμένες οικονομικές αποδόσεις ενώ παράλληλα θα δημιουργηθούν με παρεμβατικό
τρόπο, ευνοϊκές συνθήκες για τους νεοεισερχόμενους στο επάγγελμα.
Πέραν αυτών, θυμόμαστε όλοι μας το μέτρο απόσυρσης των παλαιών ρυπογόνων
αυτοκινήτων. Αρκούσε κάποιος να αποσύρει ένα «σαραβαλάκι» για να πιστωθεί με 1000
ευρώ. Πρακτικά, το bonus απόσυρσης δεν αντανακλούσε την εμπορική αξία του
αυτοκινήτου αλλά αφορούσε στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της
ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ.
Για να έχουμε μια αίσθηση των μεγεθών, η απόσυρση του ΑΗΣ Καρδιάς θα επιφέρει σε
εθνικό επίπεδο ένα περιβαλλοντικό όφελος ισοδύναμο με την απόσυρση 900.000
ρυπογόνων αυτοκινήτων. Το τίμημα όμως, με όρους απώλειας παραγωγικών μονάδων και
θέσεων εργασίας, θα το χρεωθεί αποκλειστικά η Δυτική Μακεδονία.
Στη λογική των παραπάνω, το 2015 η Γερμανία κατάθεσε σχετικό αίτημα στη Γενική
Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp) προκειμένου να αποζημιώσει για διαφυγόντα κέρδη
με 1,6 δις ευρώ, τους 8 λιγνιτικούς σταθμούς που θα αποσυρθούν μέχρι το 2020. Τον Μάιο
του 2016 το αίτημα έγινε αποδεκτό από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Συγκεκριμένα, οι εταιρείες Mibrag, RWE και Vattenfall θα αποζημιώνονται για τα επόμενα 7
χρόνια με περίπου 200 εκ. ευρώ ετησίως για την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων τους.
Το κόστος της αποζημίωσης (bonus απόσυρσης) θα καλυφθεί από την αύξηση των τελών
δικτύου κατά 0,05 eurocents /kWh.
Να σημειωθεί ότι το διεκδικητικό πλαίσιο από την πλευρά της γερμανικής λιγνιτικής
βιομηχανίας στηρίχθηκε στο επιχείρημα ότι ουδείς μπορεί να επιβάλει σε μια Ανώνυμη
Εταιρεία να αποποιηθεί περιουσιακά της στοιχεία και να απολέσει επιχειρηματικό «χώρο»
που τις κόστισε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, η απόσυρση του ΑΗΣ Καρδιάς θα αφαιρεί από τη Δυτική Μακεδονία
περίπου 100 εκ. ευρώ ετησίως με όρους πρωτογενούς επίπτωσης και σαφώς πολλαπλάσια
με όρους έμμεσης και επαγόμενης. Αυτά θα είναι τα διαφεύγοντα κέρδη για την περιοχή
μας.
Πέραν αυτών, σύμφωνα με το πρόσφατο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα
(ΕΣΕΚ), η συμμετοχή του λιγνίτη στο εθνικό μίγμα ηλεκτροπαραγωγής θα μειωθεί
περαιτέρω έως το 2030, κατά 50% συγκριτικά με το 2018, καταλήγοντας στο 17%.
Ας είμαστε σοβαροί. Δεν νοείται Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός χωρίς να συνοδεύεται
από μια ολοκληρωμένη τεκμηρίωση των Κοινωνικών Επιπτώσεων (Social Impact
Assessment), για τις περιφέρειες όπως η Δυτική Μακεδονία που σαφέστατα θα
στοχοποιηθούν από τις πολιτικές απεξάρτησης από τα στερεά ορυκτά καύσιμα.
Όταν ακόμη και ένα πακετάκι ασπιρίνες συνοδεύεται από 5 σελίδες με πιθανές αρνητικές
«παρενέργειες», θα περίμενε κανείς τουλάχιστον κάτι ανάλογο για μια περιφέρεια που
υποθήκευσε το μέλλον της από το 1956, προκειμένου να απολαμβάνει το σύνολο της
χώρας φθηνή και αδιάλειπτη ηλεκτρική ενέργεια.
Για παράδειγμα, με απόφαση της γερμανικής Κυβέρνησης συστάθηκε τον Ιούνιο του 2018
η Επιτροπή Άνθρακα (Kohlekommission), με στόχο την τεκμηρίωση και ποσοτικοποίηση του
κόστους μετάβασης των γερμανικών περιοχών που εξορύσσουν άνθρακα και λιγνίτη, σε
καθεστώς πλήρους απανθρακοποίησης. Προχθές, σε μια μαραθώνια συνεδρίαση της
Επιτροπής Άνθρακα διάρκειας 21 ωρών, προτάθηκε από την Επιτροπή η χρηματοδότηση
των περιοχών αυτών με 40 δις ευρώ μέχρι το 2038, αλλά και μια σειρά μέτρων και
παρεμβάσεων που θα προστατέψουν και θα θωρακίσουν τις εν λόγω περιοχές στη
διαδικασία μετάβασης.
Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές πλέον ότι ο λιγνίτης είναι βαρίδιο για τη ΔΕΗ. Όσο
λιγότερο θα εκτίθεται η ΔΕΗ στο λιγνίτη, τόσο περισσότερο θα αναβαθμίζεται το εταιρικό
της profile και η πιστοληπτική της ικανότητα. Από την άλλη πλευρά βεβαίως, τόσο
περισσότερο θα πιέζεται ο παραγωγικός και κοινωνικός ιστός της Δυτικής Μακεδονίας.
Είναι καιρός να κατανοήσουμε ότι η ΔΕΗ δεν μπορεί και ενδεχομένως και να μην οφείλει να
ενσωματώσει στα επιχειρησιακά της σχέδια το «περιφερειακό ρίσκο» στο οποίο είναι
εκτεθειμένη η Δυτική Μακεδονία από το 1956. Τα έννομα συμφέροντα της Δυτικής
Μακεδονίας και αυτά της ΔΕΗ ΑΕ τείνουν πλέον να γίνουν αμετάκλητα αποκλίνοντα.
Το πότε και το αν θα αποσυρθεί ο ΑΗΣ Καρδιάς και οι υπόλοιποι λιγνιτικοί σταθμοί της
περιοχής μας είναι αποκλειστική ευθύνη του ΥΠΕΝ και της ΔΕΗ ΑΕ. Αυτό όμως, ουδόλως
στερεί το δικαίωμα στη Δυτική Μακεδονία να θέσει συγκεκριμένους όρους, τεκμηριωμένες
προτάσεις και ξεκάθαρες προϋποθέσεις σε ένα εγχείρημα με μετρήσιμες και ισχυρά
αρνητικές επιπτώσεις για την περιοχή μας.
Μας ανήκουν αυτά και μόνον αυτά που μπορούμε τεκμηριωμένα να υπερασπιστούμε.
Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Ευάγγελος Καρλόπουλος
Χημικός Μηχανικός