Η βίαιη απολιγνιτοποίηση στην Ελλάδα, του Λεωνίδα Βατικιώτη, Επιστημονικού Στελέχους ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ
Ο «Χρόνος» δημοσιεύει σήμερα το κεφάλαιο «Η βίαιη απολιγνιτοποίηση στην Ελλάδα», το οποίο αποτελεί μέρος του ερευνητικού κείμενου με τίτλο «Οι επιπτώσεις της μετάβασης στη μετα-λιγνιτική εποχή: Η περίπτωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας» του επιστημονικού στελέχους ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ και εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Υποέργου 1: «Μηχανισμός μελέτης και ανάλυσης οικονομικού περιβάλλοντος λειτουργίας μικρομεσαίων επιχειρήσεων» της Πράξης «Παρεμβάσεις της ΓΣΕΒΕΕ για τη συστηματική παρακολούθηση και πρόγνωση αλλαγών του παραγωγικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων» με κωδικό ΟΠΣ 5003864, του Επιχειρησιακού Προγράμματος Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία (ΕΠΑΝΕΚ).
Η βίαιη απολιγνιτοποίηση στην Ελλάδα
Στα καθ’ ημάς, η μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή έχει αρχίσει εδώ και πολλά χρόνια για τις εξορυκτικές περιοχές της Ελλάδας.
Η λιγνιτική παραγωγή (όπως μετριέται σε τόνους ισοδύναμου πετρελαίου που ισοδυναμεί με την ενέργεια η οποία εκλύεται από την καύση ενός τόνου αργού πετρελαίου και ισούται περίπου με 42 GJ) έφτασε στο ανώτερο σημείο της το 2005. Το 2017, έτος για το οποίο έχουμε τα πιο πρόσφατα στοιχεία, η παραγωγή μειώθηκε σχεδόν στο ήμισυ: από 3,055 εκ. τόνους το 2017 σε 1,613 εκ. τόνους το 2017.
Απολιγνιτοποίηση προέβλεπε και το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Ιανουάριο του 2019 (ΕΣΕΚ, 2019α). Αναφερόταν συγκεκριμένα: «Η αξιοποίηση των εγχωρίων κοιταγμάτων λιγνίτη προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να συμβάλλει σημαντικά στην ασφάλεια εφοδιασμού και τη συγκράτηση της ενεργειακής εξάρτησης, αν και η χρήση του θα βαίνει μειούμενη τα επόμενα χρόνια στην ηλεκτροπαραγωγή με παράλληλη όμως αύξηση της διείσδυσης των εγχώριων ΑΠΕ». (σελ. 170).
Με βάση εκείνες τις προβλέψεις, το μερίδιο της λιγνιτικής παραγωγής στο σύνολο της ηλεκτροπαραγωγής, θα έβαινε διαρκώς μειούμενο με την πάροδο του χρόνου. Με βάση εκείνο το σχέδιο, το 2040 η λιγνιτική παραγωγή θα ανερχόταν στο 4,96% της εγκατεστημένης ισχύος και στο 7,84% της καθαρής ηλεκτροπαραγωγής.
Η παραπάνω πρόβλεψη άλλαξε άρδην με το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ που δόθηκε προς διαβούλευση τον Νοέμβριο του 2019, όπου τέθηκε ο στόχος «έως και το 2023 να έχει αποσυρθεί το σύνολο των θερμικών σταθμών με καύσιμο το λιγνίτη που βρίσκονται σήμερα σε λειτουργία και την πλήρη απένταξή του από το εγχώριο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής μέχρι το έτος 2028» (ΕΣΕΚ, 2019β, σελ. 32).
Η εσπευσμένη απολιγνιτοποίηση δέχθηκε ισχυρή και θεμελιωμένη κριτική στην διαβούλευση που προηγήθηκε της ψήφισής του νομοσχεδίου. Μεταξύ άλλων αμφισβητήθηκε επειδή «η απολιγνιτοποίηση και η αύξηση της συμμετοχής του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα της Ελλάδας ενέχει τον κίνδυνο της επιδείνωσης του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, τόσο από την εισαγωγή πρώτων υλών για την εγκατάσταση των ΑΠΕ και των εγκαταστάσεων φυσικού αερίου όσο και από τις εισαγωγές του δεύτερου (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ/Συντάκτης Ζέρβας Ε. 2020).
Στην διαβούλευση το νέο ΕΣΕΚ με τις συμπληρωματικές πληροφορίες που δίνονται από το business plan της ΔΕΗ ΑΕ χαρακτηρίστηκε «καταστροφική εξέλιξη για τη Δυτική Μακεδονία και για το Δήμο Κοζάνης. Ο τερματισμός της λειτουργίας μέχρι το 2023 και των επτά (7) λιγνιτικών ΑΗΣ που λειτουργούν στα όρια του Δήμου Κοζάνης διαμορφώνει ένα ζοφερό τοπίο για την περιοχή» (Μαλούτας, 2019). Το νέο ΕΣΕΚ επικρίθηκε επειδή «η λειτουργία των αιολικών και φωτοβολταϊκών αυξάνει σημαντικά την τιμή του ρεύματος» (Μπαλάση, 2019) ενώ προτάθηκε «το ποσοστό του λιγνίτη να παραμείνει στο 17% μέχρι το 2030 με τις υπάρχουσες νέες κι αναβαθμισμένες περιβαλλοντικά μονάδες, ΠΤΟΛ 5 μέχρι το 2050, Άγ. Δημήτρης 5 μέχρι το 2038, 7-8 χρόνια οι Ά. Δημήτρης 3-4 και μέχρι το 2042 η Μελίτη 1, ώστε η χώρα να μην εξαρτάται ενεργειακά από εισαγόμενα καύσιμα», δεδομένου ότι «υπολείπονται ακόμη 400 εκ. τόνοι λιγνίτη στα ενεργά ορυχεία μας και άλλο 1 δισ. στα υπόλοιπα αποθέματα στη Δυτική Μακεδονία» (Μπαρμπαγιάννης, 2019). Τέλος, η απολιγνιτοποίηση αυξάνει την ενεργειακή φτώχεια (Βατικιώτης, 2019 και 2019α).
Παρόλα αυτά το νέο ΕΣΕΚ ψηφίσθηκε και η ΔΕΗ στη συνέχεια εξειδίκευσε αυτό το βεβιασμένο χρονοδιάγραμμα απολιγνιτοποίησης μέχρι το 2023 (ΕΡΤ, 2019) με μοναδική εξαίρεση την Μονάδα 5 της Πτολεμαΐδας που έχει στοιχίσει 1,4 δισ. ευρώ, θα τεθεί σε λειτουργία το 2022 και θα είναι στο σύστημα μέχρι το 2028.
Η κυβέρνηση δικαιολόγησε την επίσπευση τη απολιγνιτοποίησης (που δικαίως χαρακτηρίστηκε «βίαιη απολιγνιτοποίηση») στη βάση δύο αιτιών: Της φιλοπεριβαλλοντικής της ευαισθησίας λόγω της όξυνσης της κλιματικής αλλαγής, που πλέον χαρακτηρίζεται «κλιματική κρίση» και της αύξησης της τιμής των δικαιωμάτων ρύπων που ως αποτέλεσμα έχουν αυξημένες δαπάνες για τη ΔΕΗ οι οποίες επιβαρύνουν τα οικονομικά της αποτελέσματα, κάνοντας την ζημιογόνα (Βατικιώτης, 2019β).
Παρότι το νέο ΕΣΕΚ μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα από τα πλέον φιλόδοξα Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα που κατατέθηκαν σε επίπεδο ΕΕ, δεν έτυχε αντίστοιχης υποδοχής. Η πλέον διεξοδική κι εμβριθής αξιολόγηση των Εθνικών Σχεδίων για την Ενέργεια και το Κλίμα που έχει ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα, με τη συμβολή περισσότερων από 20 ειδικών επί της απολιγνιτοποίησης/ απανθρακοποίησης φέρνει την Ελλάδα σε μια από τις χειρότερες θέσεις σε όλη την Ευρώπη (Sandbag, 2019).
Η αρνητική του βαθμολογία έγινε μάλιστα μεταξύ των πιο φανατικών υπέρμαχων της απολιγνιτοποίησης. Αρχικά, επιλέχθηκαν εννέα κριτήρια για την αξιολόγηση κάθε σχεδίου απολιγνιτοποίησης, από το διεθνώς αναγνωρισμένο ίδρυμα με έδρα το Λονδίνο: φιλοδοξία του, η νομοθετική του κατοχύρωση, ο δίκαιος χαρακτήρας του, ο καθαρός του χαρακτήρας (με την αιολική και ηλιακή του ενέργεια να αντικαθιστούν άμεσα τον άνθρακα), ο άμεσος χαρακτήρας του (αποφεύγοντας δηλαδή τη χρήση καυσίμου – γέφυρας), ο υγιής του χαρακτήρας, η αξιοπιστία του, η «εξυπνάδα» του (στον βαθμό που αποφεύγει αποζημιώσεις για το κλείσιμο μονάδων) και το οικονομικό του αποτύπωμα (με τον άνθρακα να επιβαρύνεται οικονομικά από το χρηματιστήριο ρύπων στο πλαίσιο της μεταρρύθμισής του το 2019 που προκάλεσε σημαντική αύξηση της τιμής του.
Η Ελλάδα λοιπόν τουλάχιστον σε δύο από τα εννέα κριτήρια χρησιμοποιείται ως παράδειγμα προς αποφυγή! Η πρώτη «κίτρινη κάρτα» από τους 20 ειδικούς αφορά στη χρήση του φυσικού αερίου ως καύσιμο-γέφυρα, μέχρι οι ΑΠΕ να αντικαταστήσουν πλήρως τον λιγνίτη, όπως προβλέπεται στο ΕΣΕΚ. «Υπάρχει μια μεγάλη απειλή από την γέφυρα φυσικού αερίου στην Ελλάδα. Ένα νέο εργοστάσιο 826 MW εγκαινιάστηκε κι αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία το 2021, ενώ υπάρχουν σχέδια για 1-2 εργοστάσια ακόμη. Υπάρχουν σοβαρά συμφέροντα που πιέζουν για την μετατροπή της Πτολεμαΐδας 5 σε εργοστάσιο βιομάζας που να χρησιμοποιεί εισαγόμενο καύσιμο». Η δεύτερη κριτική που ασκείται στην Ελλάδα αφορά τον τομέα της υγείας κι ειδικότερα τον «δημιουργικό» τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν τα όρια της ΕΕ για να επεκτείνουν τη διάρκεια ζωή της μονάδας του Αμυνταίου «από 17.500 σε 32.000 ώρες ενάντια στην πρόθεση των ευρωπαϊκών νόμων». Με επιφυλακτικότητα ωστόσο οι Βρετανοί στέκονται κι απέναντι στο Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης. Ενώ αρχικά αναγνωρίζεται ότι «η Ελλάδα είναι ένα από τα πρώτα κράτη μέλη της ΕΕ που ίδρυσαν ένα εθνικό ταμείο δίκαιης μετάβασης χρησιμοποιώντας μέρος των δημοσίων εσόδων από τα δικαιώματα της δημοπρασίας ρύπων», εντούτοις «το σχέδιο είναι ακόμη ακαθόριστο και τα διαθέσιμα κεφάλαια ανεπαρκή για να διαχειριστούν την τεράστια πρόκληση του μετασχηματισμού της τοπικής οικονομίας».
Ιδιαίτερης αναφοράς ωστόσο χρήζει το φυσικό αέριο. Η απόφαση που έλαβε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ) στις 14 Νοεμβρίου 2019 για τον τερματισμό όλων των πιστώσεων από το τέλος του 2021 προς κάθε είδους έργα που σχετίζονται με ορυκτά καύσιμα αποτέλεσε τομή στη χρηματοδοτική της πολιτική (European Investment Bank, 2019).
Το νέο που εισήγαγε η απόφαση της άτυπης αναπτυξιακής τράπεζας της ΕΕ δεν αφορούσε επενδύσεις σε πετρέλαιο που είχαν από καιρό τεθεί εκτός της λίστας των επιλέξιμων επενδύσεων, αλλά τις επενδύσεις σε φυσικό αέριο. Είναι μάλιστα η πρώτη φορά που ένας πολυμερής πιστωτής (Παγκόσμια Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, κ.α.) προβαίνει σε τέτοια απαγόρευση (Fleming, S. & Hook, L., 2019). Από το 2013 η ΕΤΕ έχει χρηματοδοτήσει υποδομές στερεών καυσίμων αξίας 13,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 9 δισ. ευρώ αφορούσαν αγωγούς και δίκτυα διανομής φυσικού αερίου.
Ακόμη όμως και να σταματήσουν οι ευνοϊκές χρηματοδοτήσεις στα δίκτυα και τις εγκαταστάσεις φυσικού αερίου δεν αποτρέπεται ο κίνδυνος του …ελέφαντα στο δωμάτιο: Τα κράτη μέλη της ΕΕ να επιβαρυνθούν με επενδύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ που υποτίθεται θα είναι μεταβατικές αλλά στην πράξη να παραμείνουν ενεργές για 40 και 50 χρόνια, μέχρι να γίνει η απόσβεσή τους. Ή, σε 10 χρόνια να πρέπει να αναλάβουμε νέα κόστη αυτή τη φορά για την απο-αεριοποίηση (κατά την απολιγνιτοποίηση) των οικονομιών μας. Το ενδεχόμενο αυτό γίνεται ακόμη πιο πιθανό όσο εισέρχονται νέες τεχνολογίες στην παραγωγή καυσίμων που ενδεχομένως να αναζητήσουν με τη σειρά τους την εφαρμογή μιας νέας γενιάς μέτρων χειρισμού κι εν τέλει στρέβλωσης της αγοράς, όπως συνέβη με τις επιβαρύνσεις στο λιγνίτη και τις επιδοτήσεις στις ΑΠΕ, προκειμένου να διευκολυνθεί η εμπορική τους αξιοποίηση. «Όσο το φυσικό αέριο παραμένει φθηνότερο στην αγορά, η παραγωγή υδρογόνου με τη διαδικασία της ηλεκτρόλυσης θα είναι ακριβή», ανέφερε πρόσφατο ρεπορτάζ σχετικά με τις επενδύσεις μαμούθ της Ολλανδίας στην παραγωγή ενέργειας με τη μέθοδο της ηλεκτρόλυσης (Καθημερινή, 2020).
Οι αντιδράσεις για την επέκταση της χρήσης του φυσικού αερίου σχετίζονται με τις επιπτώσεις του μεθανίου (CH₄), που αποτελούν το 90% του φυσικού αερίου, στην αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας. Τα επίπεδα του μεθανίου, το οποίο συγκαταλέγεται κι αυτό στα αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, αυξάνονται απότομα, μετά την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης στην Αγγλία που συμβατικά τοποθετείται το 1760.
Το αποτύπωμα του φυσικού αερίου στην αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας είναι πράγματι μικρότερο, γύρω στο 55%, σε σχέση με του λιγνίτη. Δηλαδή, για ίση παραγωγή ενέργειας, το φυσικό αέριο εκπέμπει το 55% των αερίων θερμοκηπίου απ’ ότι ο λιγνίτης. Ωστόσο, «οι εκπομπές του μεθανίου προξενούν σημαντική ζημιά στην ατμόσφαιρα και …μόνον επειδή κάτι είναι καλύτερο από κάτι άλλο δεν σημαίνει πώς είναι και καλό» (Turrentine, 2019). Πολύ περισσότερο επειδή μια στατική συγκριτική αξιολόγηση των δύο καυσίμων δεν λαμβάνει υπ’ όψη τις επιπτώσεις σε βάθος χρόνου. Εξετάζοντας το Global Warming Potential, δηλαδή πόσες φορές περισσότερο ή λιγότερο συνεισφέρει στο φαινόμενο του θερμοκηπίου ένα αέριο, σε μια βάση 20 ετών το μεθάνιο επιδρά 84 φορές περισσότερο από το διοξείδιο του άνθρακα και σε μια βάση 100 ετών 28 φορές (IPCC, 2007). Επιπλέον, το φυσικό αέριο έχει, σε αντίθεση με το πετρέλαιο, σοβαρότατο πρόβλημα διαρροών. Με βάση πρόσφατη έρευνα αμερικανών επιστημόνων οι πραγματικές εκπομπές μεθανίου ανέρχονται σε 2,3% της συνολικής ετήσιας παραγωγής και είναι περίπου 60% υψηλότερες από τις εκτιμήσεις της Υπηρεσίας Περιβαλλοντικής Προστασίας. Αν υποθέσουμε ότι έχουμε 2,5% διαρροή φυσικού αερίου, τότε η μείωση των εκπομπών αερίου θερμοκηπίου που προκύπτει από την αντικατάσταση του λιγνίτη με φυσικό αέριο εκμηδενίζονται εντελώς. Το συμπέρασμα είναι πώς τέτοιου μεγέθους εκπομπές μεθανίου, όσο το δίκτυο παραμένει σε τόσο κακή κατάσταση, συγκρίνονται σε 20ετή χρονικό ορίζοντα με το διοξείδιο του άνθρακα που παράγει η καύση του φυσικού αερίου, (Alvarez et. al., 2018).
Το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του φυσικού αερίου γίνεται ακόμη βαρύτερο αν λάβουμε υπ’ όψη μας τις εξόχως επιβαρυντικές συνθήκες εξόρυξης που χρησιμοποιούνται για το σχιστολιθικό αέριο το οποίο εισάγεται στην Ελλάδα και στην Ευρώπη σε ολοένα και αυξανόμενο βαθμό. Το άνοιγμα της ευρωπαϊκής αγοράς στο αμερικανικό αέριο ήταν ένα από τα μέτρα που συμφωνήθηκαν μεταξύ του αμερικανού προέδρου Ντ. Τραμπ και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζ. Κ. Γιουνκέρ κατά την επίσκεψή του τελευταίου στην Ουάσιγκτον τον Ιούλιο του 2018, σε μια προσπάθεια αποτροπής του εμπορικού πολέμου.
Τέλος, η αντικατάσταση του λιγνίτη από φυσικό αέριο αυξάνει την ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας που βρίσκεται σε επίπεδα πολύ ανώτερα σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ: 71% το 2017 έναντι 63% η ευρωζώνη των 19 κρατών και 55% η ΕΕ των 28 κρατών μελών, όταν μάλιστα το 2000 ήταν 69%. Η εξάρτηση μάλιστα θα προέρχεται από την Τουρκία από την οποία ή μέσω της οποίας, αρχής γενομένης το 2008, η Ελλάδα εισάγει ένα διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό φυσικού αερίου (Σταμπολής, 2018). Δοθέντων των αυξανόμενων τουρκικών προκλήσεων στα ελληνικά σύνορα και των αμφισβητήσεων ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο, είναι εμφανές ότι η απολιγνιτοποίηση θα επιτρέψει στην Τουρκία να εκβιάζει την Ελλάδα χρησιμοποιώντας το ενεργειακό χαρτί, όπως έχει συμβεί κατ’ επανάληψη μεταξύ γειτονικών κρατών που βρίσκονται σε ανοιχτή διαμάχη με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση Ουκρανίας – Ρωσίας.
Οι πιο άμεσες επιπτώσεις φυσικά θα αφορούν τις λεγόμενες λιγνιτικές περιοχές της Ελλάδας: Μεγαλόπολη και πολύ περισσότερο τη Δυτική Μακεδονία.
Βατικιώτης Λ. (2020), «Οι επιπτώσεις της μετάβασης στη μετα-λιγνιτική εποχή. Η περίπτωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας», Ερευνητικά Κείμενα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 11/2020, Αθήνα: ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, σσ. 40.