Κοζάνη, σκηνές από το μέτωπο και την κατοχή. Γράφει η Τάσα Σιόμου
1.- Θαρρούσα ήμαν στο Χόλυγουντ!( αφηγείται ο Μανόλης Σιώμος)
«Πήγαμε στον πόλεμο να φλάξουμε τα χώματά μας, που τα ΄χαμε βαθιά οργωμένα κι τα ‘χαμε κτισμένα κι τα ΄χαμε στολισμένα μι παιδιά, πήγαμε για τν πατρίδα που κινδύνευε απ΄τς Ιταλοί που χώθκαν μέσα.
Όταν στις 28 τ΄ Οκτώβρη κηρύχτηκε ο πόλεμος, ήμαν απ΄ τις μεγαλύτερες κλάσεις, είχα 34 χρόνια ,κι επιστρατεύτηκα σαν σκαπανέας, περνούν τα σκαπανάκια τα τσίκι- τσίκι τσάκια, λέει το τραγούδι.
Πρώτα έδωσάμε τ΄άλογα κι είχαμε γερά, γιατί ο πατέρας μ΄ήταν αγωγιάτης. Ύστερα μαζώθκαμε εμείς, αρχικά στην Παναγία στο ξωκλήσι, μια γροθιά όλοι, γνωστοί, φίλοι, γείτονες, ήταν κι ο καρδιακός μ’ φίλος ο Γιάννης ο Τσουρτσούλας κι τράβηξάμε για το Βόιο.
Οι Ιταλοί είχαν μπει στο Γράμμο, ο χειμώνας βαρύς, το χιόνι ίσα με το μπόι μας κι αυτοί εφοδιασμένοι έριχναν απ΄τον αέρα κι απ΄τις κορφές, αλλά κι εμείς ορμούσαμε για τα δίκια μας κι έφτασάμε στν Κορυτσά Πολλοί άφησαν εκεί τα κόκαλά τους κι άλλοι απόμναν ανάπηροι..»
Φοβήθηκες, ρώτησα εγώ « Ντιπ, θαρρούσα ήμαν στο Χόλυγουντ.» Πώς τον ήρθε, τώρα, αναρωτήθηκα η σύγκριση με ένα χώρο του όνειρου, της φανταχτερής ζωής, της ειρηνικής ευδαιμονίας, τί υποτίμηση των κινδύνων ήταν αυτή! « είχα αποκοτιά, είχα ένα γερό μαύρο άλογο, είχα κι ένα παγούρι κονιάκ΄κι ήμαν μπροστά…
Τν άνοιξη, όταν έσπασε το μέτωπο, μπήκα στη σκηνή μι το κονιάκ΄ κι δεν κατάλαβα πότε βγήκα και πώς βγήκα. Στην επιστροφή μι τα ποδάρια, άλλοι άφηναν τα όπλα δίπλα στο δρόμο, μπηγμένα σαν καλαμπούκια κι άλλοι τα μάζωναν σαν να ήξεραν πως θα ήταν χρειαζούμενα και πάλι στα βουνά..
Το βράδυ, είπε, ξημέρωσάμε σ΄έναν αχυρώνα, στο χωριό Παλιούρι, σημερινό Αλιάκμων, από όπου 10 χρόνια μετά θα παντρευόταν τη μητέρα μου, που το ΄43 δεκαφτάχρονη, μοναδική από τ΄αδέρφια της, μπήκε στον ΕΛΑΣ και πήρε το όπλο στα Όντρια και στον Σμόλικα να πολεμήσει τους εισβολείς!
Ύστερα μπήκαν οι ρουφιάνοι οι Γερμανοί κι ο αχός τς μπότας έγινε ο αχός της σκλαβιάς…»
ΥΓ. Το αλουμινιένο παγούρι το έχω ακόμα καθώς τον ξεδιψούσε στα γιαπιά, στο ξελάκισμα και στο δευτέρι.
2.- Τέτοια χρόνια να μην ξαναρθούν…( αφηγείται ο Στέργιος Σακαλής)
«Περνούσα μπροστά απ το σπίτι σας στ΄ Σκ΄ρκα κι ο μπαμπάς σ΄, ζούσε ακόμα η μάννα τ΄, κάθονταν στη σκάλα συλλοϊσμένος κι μ΄είπεν: έχω 4 μέρες νησκός. Εγώ τότε, πχιαλτόν στο σπίτ΄, η μάννα μ΄είχε ψωμί στο σοφρά μέσα στο καζάν΄ και τον έφερα το μσο.
Εγώ με τον αδερφό μ΄ τον Γιώργο πήγαινάμε μια- δυο φορές τ΄ βδομάδα στο Καραγάτσ΄, σημερινό Μαυροδέντρι, και στα γύρω χωριά. Έπαιρνάμε απ΄τον Κόκκα γυαλικά, απ΄ αλλού κλωστές κι άλλα ψιλοπράγματα και τα πλούσαμε στα κορίτσια κι μας πλήρωναν με στάρ΄, αλεύρι, ψωμί κι αυγά..
Μια φορά πήραμε κι τον μπαμπά σ΄, ήθελε να πουλήσει υφαντά, σοφράδες απ΄τη μάννα τ΄κι κάτι καλά κιάλια( μπορεί να τα είχε από τη Γαλλοκρατία, 1914- 1918,΄στην Κοζάνη) κι τον έδιναν ένα ψωμί μόνο. Εμείς έβαλάμι τς φωνές κι τότε ένας, που μόλις ξεφούρνισε η γυναίκα του ,τον έδωσε τρία. Έμασάμε κι εμείς και τον έδωσάμε…
Στο γυρισμό μας βράδιασε. Τότε πέτυχάμε τον Στέργιο τ΄Μαντζιάρ΄συγγενή από τη μάννα μας ,που φύλαγε τα πρόβατα τ΄Συντουκά. Στα σκοτάδια μας κατάλαβε απ΄τς φωνές κι μας φίλεψε δυο πνάκια φρέσκο γάλα παπάρα…
3.- Τ΄άργανα της Απελευθέρωσης.(αφηγείται ο Στέργιος Σακαλής)
«Οκτώβρης, 1944 κι οι αντάρτες έρχονταν απ΄τσ΄ Λούνες κι απ΄τν Παναγία να χτυπήσν τς Γερμανοί. Αυτοί οπισθοχωρούσαν, αλλά έστηναν φυλάκια με πολυβόλα κι έριχναν, ένα ήταν στημένο πάνω απ΄το σπίτι μας στ΄Σκ΄ρκα. Στο φόρο στα Κοίλα οι ανταρτικές ομάδες τ΄ Καρατζά, Καλαμπαλίκη και Σακαλή χτύπησαν τα αυτοκίνητα των Γερμανών κι αυτοί που δεν πρόκαμαν να φύγουν όλοι, είχαν απώλειες .
Η Κούλα η Στάθη ,Σερβιώτισσα, απ τις ανταρτικές δυνάμεις που μπήκαν στην πόλη, αργότερα έγινε γιατρός, οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει τον αδερφό της, ανέβασε την Ελληνική Σημαία στο καμπαναριό , ενώ στην πλατεία έφεραν τ΄άργανα κι έστησαν με φωνές το πανηγύρι της απελευθέρωσης κι της ειρήνης!
Κι η μάννα μ’ η Μαριγώ, για να γιορτάσουμε στο σπίτ΄, έκαμε σκαντζόχοιρο μι κρουμμύδια κι μύρισε η λευτεριά…
ΥΓ. Σε όσους θυσιάστηκαν για την πατρίδα.
Τάσα Σιόμου