Οι κατοστάρηδες, γράφει η Τάσα Σιόμου
Το παλιότερο που γεννήθηκα ήταν ο μεσοπόλεμος. Έζησα, έτσι, το Αλβανικό Έπος, τη μπότα των Γερμανών, το βομβαρδισμό της πόλης, το φόβο των δοσίλογων, την αφανιστική πείνα, την ελπιδοφόρα Εθνική Αντίσταση.
‘Εζησα τον αδελφοκτόνο σπαραγμό, την ξένη παρέμβαση, την επικράτηση των προσκυνημένων στους Γερμανούς, τον κατατρεγμό των αντιστασιακών, τη φτώχεια, τους «νέους Παρθενώνες», τη μετανάστευση.
Μετείχα στους αγώνες του 114, για την προστασία του Συντάγματος, για την προάσπιση της δημοκρατίας, οι οποίοι φιμώθηκαν, όμως, από την απριλιανή δικτατορία. Ξαναείδα, επομένως, «νέους Παρθενώνες» και έλαβα μέρος στη νεανική αντιδικτατορική αντίσταση.
‘Εζησα τους μεταπολιτευτικούς χειρισμούς για την εδραίωση της δημοκρατίας , βίωσα τη χρέωση της πολιτικής με το ίδιον όφελος των πολιτικών, αλλά και το πρόταγμα πως όλα γίνονται στον τόπο μας και μάλιστα χωρίς μόχθο.
Με διαπέρασε το σοκ της πολυποίκιλης κρίσης, οικονομικής, κοινωνικής, ηθικής, ξαναπατήθηκα από ξένους δυνάστες, υπέστην πολλαπλές μειώσεις της σύνταξής μου, είδα τις κοινωνικές δομές να συρρικνώνονται και πολλά θύματα της γενιάς μου ανάμεσα στις 7.500 (;) αυτοκτονίες απόγνωσης.
Από χρόνια ζούσα την έλλειψη σεβασμού στη γενιά μου. Μας εξόντωσε όλους η κερδοφόρα βιομηχανία της παρατεταμένης, της αιώνιας νιότης. Αυτή μας έριξε στη δυσμένεια ως φορείς υπόμνησης της φθαρτής ζωής και του αναπότρεπτου θανάτου.
Αλλά κι η σοφία μας ( όταν πεθαίνει ένας γέρος καίγεται μια βιβλιοθήκη) κατάντησε μουχλιασμένη κι αχρείαστη για τους πολύξερους ατομιστές.
‘Όμως κι ο χώρος στένεψε για μας από την περίκλειστη πυρηνική οικογένεια, ενώ κάποτε χωρούσαν προπαππούδες, θείοι, γείτονες αναγκεμένοι και τα παιδιά είχαν πάντα χρόνο για μια μάνα που μεγάλωσε δέκα παιδιά.
Και μόνο περιπτώσεις φιλότιμων παιδιών με συγκινούν, αφού προκομμένος δεν θεωρούνταν ο κάτοχος πλούτου, αλλά πλούσιος θεωρούνταν αυτός που κοιτούσε τους γονείς όταν έπεφταν σε ανημπόρια. Το ρήμα κοιτάζω χρησιμοποιούνταν στην κάλυψη των αναγκών , κοιτάζω τον άλλον στα μάτια ως πρόσωπο και το φροντίζω- φροντιστής ήταν αδιάθετα.
Τα δυο τελευταία χρόνια, ζω στη δίνη μιας πρωτόγνωρης πανδημίας κι υφίσταμαι τους πειραματισμούς της αντιμετώπισής της, με αποκορύφωμα το τιμωρητικό πρόστιμο των 100 ευρώ, εάν δεν μετάσχω πλήρως του εμβολιασμού, μεταπίπτοντας έτσι από τη γενιά της κατοχής και του αντιδικτατορικού αγώνα στη γενιά των κατοστάρηδων.
Υπέστην διακριτά από άλλες κοινωνικές, ηλικιακές ομάδες την επιβολή του προστίμου των 100 ευρώ, μάλιστα οριζοντίως, ως τρόπο πειθούς, ως αντίδωρο στους αγώνες μου, γιατί δεν έχω τη δύναμη της παραγωγικής διαδικασίας, γιατί τους είμαι βάρος. Θυματοποιήθηκα ως προπομπός και για άλλες, πιθανόν, κατηγορίες.
Η υγεία μου ραγισμένη από το χρόνο, έωλη στο κοινωνικό περιβάλλον υπέστη την τιμωρία, σημειολογικά για την υποταγή μου και κυριολεκτικά για την αφαίμαξη των πενιχρών μου εσόδων που στενεύοντας τις ανάγκες διέθετα στην ευρύτερη οικογένεια των ανέργων.
Δεν πιστεύω πως καίγονται για την υγεία μου. Νοιάζονται για τον αριθμό των απωλειών που τους εκθέτει , αποκαλύπτει την ανεπάρκεια του συστήματος υγείας, την έλλειψη πίστης στο δημόσιο σύστημα υγείας και συνθέτει το προφίλ μιας χώρας με θλιβερή πρωτιά στους θανάτους.
Δεν με πείθουν πως νοιάζονται για μένα, με τις ελλιπείς ΜΕΘ, ανάλογα με τον πληθυσμό, με τη μείωση του προϋπολογισμού για την υγεία, με τη μείωση κατά 9000 του υγειονομικού προσωπικού τούτη την επίμαχη περίοδο, με το στοίβαγμα των μαθητών, με τις παλινωδίες, με την τρομοκρατία των ΜΜΕ, με την έλλειψη αντικειμενικότητας, με το ύφος της επιβολής, με την περιστολή τελικά της δημοκρατίας.
Μόνον η αδιάβλητη επιστημονική κοινότητα με προϊδεάζει, οι άνισες μάχες των γιατρών- νοσηλευτών με συγκλονίζουν, ο δίχως ωράρια περίκλειστος ιδρώτας τους με διαποτίζει κι οι πενιχρές τους αποζημιώσεις με ταρακουνούν….
Ναι, αυτοί με πείθουν!!!
Τάσα Σιόμου