Παρουσιάστηκε την Παρασκευή το βιβλίο του Γεωργίου Σούρλα «Το Εθνικό χρέος προς τους άταφους ήρωες του 1940»
Tην Παρασκευή 27 Οκτωβρίου παρουσιάστηκε το βιβλίο του Γεωργίου Σούρλα «Το Εθνικό χρέος προς τους άταφους ήρωες του 1940» στην αίθουσα «Φίλιππος» της Λέσχης Αξ/κών Φρουράς Κοζάνης, από τον Σύνδεσμο Γραμμάτων και Τεχνών Π.Ε. Κοζάνης και την Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού Ν. Κοζάνης.
Εισαγωγή
Οι εκκλήσεις, ο πόνος, οι διαμαρτυρίες των παιδιών και συγγενών πεσόντων στη Βόρειο Ήπειρο το 1940 – 41 για την αναζήτηση και τον ενταφιασμό τους, οδηγούν στην πίσω πλευρά, στην αθέατη –μέχρι τότε– του ηρωικού ιστορικού Υψώματος, που αποκαλείται Έπος του 1940. Οι εύλογες αυτές αντιδράσεις μάς φέρνουν αμηχανία και γεννούν ερωτήματα: πώς είναι δυνατόν να παραμένουν άταφοι επί 74 χρόνια οι ήρωες της εποποιίας του 1940, αυτοί που έδωσαν μαθήματα καθήκοντος για την προάσπιση της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που έγραψαν τις πιο λαμπρές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, που άλλαξαν την πορεία του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και προκάλεσαν τον παγκόσμιο θαυμασμό;
Μας μεταφέρουν σε μια χρονική περίοδο, στην οποία βρήκαν την πλήρη έκφρασή τους τα βασικά γνωρίσματα των Ελλήνων, η ομοψυχία στις κρίσιμες στιγμές, η φιλοπατρία, η αυτοθυσία, σε έναν πόλεμο, στον οποίο συντάχθηκε ανεπιφύλακτα ακόμη και ο τότε Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ.Ε. Νίκος Ζαχαριάδης, ο οποίος στις 30 Οκτωβρίου 1940 σε ανοιχτή επιστολή επισημαίνει μεταξύ άλλων: «… Στον πόλεμο αυτό, που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις χωρίς επιφύλαξη».
Από το 1944 επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου, αρχίσαμε να γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου με τυμπανοκρουσίες, παρελάσεις, πανηγυρικούς λόγους και καταθέσεις στεφάνων για τα κατορθώματά τους. Δικαιολογημένη η περηφάνια για τον ηρωισμό των μαχητών μας, που έγραψαν τις πιο λαμπρές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, δίδαξαν το καθήκον για την προάσπιση της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Όμως αυτοί, οι γενναίοι πρωταγωνιστές, παραμένουν επί δεκαετίες εγκαταλελειμμένοι στα βουνά και στα λαγκάδια, στα πεδία των μαχών. Παραμένουν εκεί ξεχασμένοι και μάλιστα χωρίς καμία αναφορά, για το τι απέγιναν μετά τον πόλεμο, καμία επίσημη συζήτηση για την ταφή τους και καμία προσπάθεια από την ελληνική Πολιτεία για την αποκατάσταση αυτής της εκκρεμότητας να μην έχουν γίνει επί 50 χρόνια μετά το θάνατό τους. Καμία ανταπόκριση στις εκκλήσεις των παιδιών και των συγγενών των πεσόντων, να βρουν τα λείψανα των προσφιλών τους προσώπων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στα παιδιά και στους συγγενείς να μην παρέχεται καμία δυνατότητα να επισκεφθούν, να πλησιάσουν εκεί που άφησαν την τελευταία τους πνοή οι πατεράδες τους, τα αγαπημένα τους πρόσωπα και να φεύγουν κι αυτοί σιγά –σιγά από τη ζωή με το μεγάλο παράπονο.
Όταν πληροφορείται και διαπιστώνει κανείς την κατάσταση αυτή, τον κυριεύει η θλίψη και οι ενοχές, βρίσκεται ενώπιον των ευθυνών του ως Έλληνας, για αυτά που έπρεπε να γνωρίζει και ιδιαίτερα για αυτά που πρέπει να κάνει -έστω και αργά- για την αποκατάσταση της μεγάλης αυτής εθνικής εκκρεμότητας. Αισθάνεται κανείς την ανάγκη να μελετήσει τα περί του Έπους 1940- 41. Να συζητήσει με τα παιδιά και τους συγγενείς των πεσόντων, να ακούσει τον πόνο και το παράπονό τους. Να επισκεφθεί τα πεδία των μαχών στη Βόρειο Ήπειρο, για να έχει μια προσωπική αντίληψη των γεγονότων και της κατάστασης που επικρατεί εκεί. Οφείλει να αναζητήσει τους λόγους αυτής της ελληνικής σιωπής επί δεκαετίες. Άραγε πρόκειται για αδιαφορία ή ολιγωρία; Πώς δικαιολογείται μια τέτοια στάση και συμπεριφορά των εκάστοτε αρμοδίων της Πολιτείας απέναντι στους ήρωες του 1940;
Πώς δεν αισθανθήκαμε το χρέος για τους ήρωές μας, που περιμένουν καρτερικά να ανταποκριθούμε στις θρησκευτικές, εθιμικές και εθνικές μας υποχρεώσεις, να κάνουμε το καθήκον μας, όπως το επιβάλλει η ιστορική μας κληρονομιά;
Αφού διανύσει κανείς όλες αυτές τις ιστορικές διαδρομές των πληροφοριών, των αναζητήσεων και των διαπιστώσεων, αισθάνεται επιτακτικά το χρέος να τα αποτυπώσει όλα αυτά σε ένα βιβλίο με τίτλο «Οι ήρωες του 1940 περιμένουν» και να δώσει τον δικό του αγώνα. Να αποτυπώσει μετά το «οδοιπορικό» του έτους 2005 στα πεδία των μαχών της Βορείου Ηπείρου κατά το Έπος 1940-41, τις συγκλονιστικές αφηγήσεις Βορειοηπειρωτών, που έζησαν τη φρίκη του πολέμου σε παιδική ηλικία καθώς και τις εκκλήσεις να βιαστούμε, για να μας υποδείξουν που είναι οι προσωρινοί τάφοι, όσο ακόμη θα είναι στη ζωή. Να γράψει για τα διάσπαρτα οστά, τους ομαδικούς τάφους στα Στενά της Κλεισούρας με 400 μαχητές, στην Πρεμετή με 1600 και άλλους αλλού. Οστεοφυλάκια ξύλινα και μεταλλικά στον Ιερό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου της Κλεισούρας, στο Δέλβινο, με ελάχιστους επώνυμους τάφους στους Βουλιαράτες και σε άλλες περιοχές.
Να γράψει ότι κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, από τον Οκτώβριο του 1940 μέχρι τον Απρίλιο του 1941, οι πεσόντες Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες ανήλθαν στους 13.936, εξ αυτών οι 7976 έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι στη Βόρειο Ήπειρο, ενώ παράλληλα οι απώλειες των Ιταλών αυτό το χρονικό διάστημα ανήλθαν στους 100.000 νεκρούς και τραυματίες.
Να επισημάνει πόσο ξεχασμένη ήταν αυτή η υπόθεση, όταν επί πενήντα και πλέον χρόνια επικρατούσε η άγνοια και η αδιαφορία για τους άταφους.
Τους αγνοούσε η πολιτική ηγεσία της χώρας: Ο τ. πρωθυπουργός Γ. Ράλλης, μετά από επιστολή (2002) του Ι. Λέττα, ταξιάρχου ε.α., στην οποία θέτει το ζήτημα περισυλλογής των οστών των νεκρών μαχητών και ταφής τους, με την ειλικρίνεια που τον χαρακτήριζε, σημείωνε: «Δυστυχώς μόνο τώρα έλαβα γνώση του λυπηρού γεγονότος, άλλως θα είχα φροντίσει προ πολλού για την ρύθμιση αυτής της εκκρεμότητας».
Όχι μόνο για τον Γ. Ράλλη, αλλά και για κανέναν άλλο πρωθυπουργό και πολιτικό ηγέτη δεν προκύπτει ότι γνώριζε το πρόβλημα και ότι ενδιαφέρθηκε για την αντιμετώπισή του. Ακόμη και μετά την απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης το 1987 να προχωρήσει στην άρση της εμπόλεμης κατάστασης με την Αλβανία – οπότε δυστυχώς δεν ετέθη ως προϋπόθεση η αντιμετώπιση της εκκρεμότητας αυτής – δεν έγιναν ενέργειες από την ελληνική πλευρά για συμφωνία περισυλλογής και ενταφιασμού των οστών σε στρατιωτικά κοιμητήρια.
Τους αγνοούσε η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων: Σε έγγραφο του 1ουΕπιτελικού Γραφείου του ΓΕΣ, στο υπ’ αριθμ. Φ 485/20/49082/6-6-79, αναφέρεται: «Δεν είναι πρακτικώς δυνατόν σήμερον να ευρίσκονται άταφοι, έστω και λείψανα πεσόντων προς ανακομιδήν τούτων εις την Ελλάδα, λόγω του διαρρεύσαντος έκτοτε μακρού χρόνου». Και ο συντάκτης του συνέχιζε: «Αν γνωρίζετε που φυλάσσονται οστά πεσόντων με ακριβή στοιχεία, να αναφέρετε διά να ενεργήσουμε διά την ανακομιδήν των».
Αυτή ήταν η απάντηση σε επιστολή του Πανηπειρωτικού Συνδέσμου Εποποιίας Καλαμά – Καλπακίου- Αώου «Το Όχι 1940- 41», που ζητούσε να φροντίσει ο Στρατός να αποδοθούν οι πρέπουσες τιμές στους νεκρούς ήρωες, που έπεσαν στα πεδία των μαχών, και να γίνει περισυλλογή και ταφή των οστών τους.
Τους αγνοούσαν οι πολίτες: Από μια διερευνητική προσπάθεια, για να διαπιστωθεί αν οι πολίτες γνώριζαν την ύπαρξη αυτού του ζητήματος, ότι δηλαδή παραμένουν άταφοι ή προσωρινά θαμμένοι οι πεσόντες της Βορείου Ηπείρου, προέκυψε ότι σχεδόν στο σύνολό τους οι Έλληνες πολίτες το αγνοούσαν. Και όταν το πληροφορούνταν, εξέφραζαν την έκπληξή τους λέγοντας: «Μα είναι δυνατόν;».
Κατόπιν όλων τούτων αισθάνεται κανείς την ανάγκη να δώσει τον αγώνα της ενημέρωσης και της παρέμβασης προς πάσα κατεύθυνση στην Ελλάδα και στην Αλβανία, για την ανάδειξη του προβλήματος και την ανάγκη αποκατάστασης της μεγάλης αυτής εθνικής εκκρεμότητας.
Με αποδείξεις και αδιάσειστα πλέον στοιχεία, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, έγιναν παρεμβάσεις προς κάθε κατεύθυνση, στο εσωτερικό της Ελλάδος και την Αλβανία, για τους 7976 Έλληνες πολεμιστές που έπεσαν στα πεδία των μαχών της Βορείου Ηπείρου κατά το Έπος 1940 – 41 και παραμένουν επί 74 χρόνια σχεδόν στο σύνολό τους άταφοι ή προσωρινά θαμμένοι. Με την προσπάθεια αυτή σημειώθηκαν αρκετά θετικά βήματα, αλλά όχι ικανοποιητικά, υπό την έννοια ότι έχουν παρέλθει πέντε χρόνια από την υπογραφή της συμφωνίας Ελλάδας- Αλβανίας για δύο στρατιωτικά κοιμητήρια στα Στενά της Κλεισούρας και στους Βουλιαράτες και η εκκρεμότητα αναζήτησης των οστών των πεσόντων και της ταφής ακόμη παραμένει.
Κατά την παρουσίαση του παραπάνω βιβλίου μας «Οι ήρωες του 1940 περιμένουν» σε περισσότερες από εξήντα περιοχές της χώρας και στο εξωτερικό με τη συμμετοχή χιλιάδων πολιτών και συγγενών πεσόντων και ύστερα από τις συζητήσεις που ακολούθησαν, προέκυψαν σημαντικές διαπιστώσεις για την άγνοια αυτής της εκκρεμότητας, εκφράστηκαν διαμαρτυρίες, παράπονα, επιθυμίες, καταλογίσθηκαν ευθύνες και προβλήθηκαν απαιτήσεις.
Στη διαδρομή αυτής της προσπάθειας για την ενημέρωση εκτός από τις διαπιστώσεις για τις προθέσεις για τη διευθέτηση των εκκρεμών ζητημάτων και τις εξελίξεις που σημειώθηκαν, προστέθηκαν νέα στοιχεία και πληροφορίες. Έγιναν γνωστά γεγονότα και ιστορίες συγκινητικές, συμβάντα έξοχης πατριωτικής και ανθρωπιστικής ευαισθησίας, όπως αυτή της Ερμιόνης Μπρίγκου από τη Χειμάρα, της «Μάνας των πεσόντων κατά το Έπος του 1940 – 41», τίτλος που απονεμήθηκε από την Ένωση Συγγενών Πεσόντων.
Για όλα αυτά που διαδραματίστηκαν, μετά από την έκδοση του παραπάνω βιβλίου και δεδομένου ότι η εθνική εκκρεμότητα παραμένει και πρέπει οπωσδήποτε να αποκατασταθεί, κρίθηκε απαραίτητη η συγγραφή αυτού εδώ του βιβλίου και η συνέχιση της προσπάθειας με πιο εντατικούς ρυθμούς μέχρι την πλήρη δικαίωση. Πρόκειται για ένα πόνημα, που έχει ως αφετηρία και βάση το περιεχόμενο του βιβλίου «Οι ήρωες του 1940 περιμένουν», που κυκλοφόρησε σε έντεκα εκδόσεις και βραβεύτηκε με έπαινο από την Ακαδημία Αθηνών.
Ως εκ τούτου, στο βιβλίο αυτό, όπως άλλωστε προκύπτει και από τον τίτλο του, επισημαίνεται το εθνικό χρέος για τους ήρωες του Έπους 1940, και μπορεί να χαρακτηριστεί ως δεύτερος τόμος. Εκτός από το αφιέρωμα στην Ερμιόνη Μπρίγκου, η οποία με τη δράση και την προσφορά της «ζωντανεύει» τα γεγονότα από το μέτωπο και συγκινεί με την φροντίδα της για τους πεσόντες, περιλαμβάνει:
– Την εκστρατεία ενημέρωσης της κοινής γνώμης για την εκκρεμότητα της ταφής των ηρώων με την παρουσίαση του βιβλίου «Οι ήρωες του 1940 περιμένουν».
– Σειρά από εκδηλώσεις, όπου η συγκινησιακή φόρτιση με τις περιγραφές των γεγονότων από τα παιδιά και τους συγγενείς πεσόντων ενεργεί ως μοχλός πίεσης. Όπως επισημαίνει και ο Αριστοτέλης: «Ο πόνος ξυπνά μέσα μας τη γλυκιά νοσταλγία της δικαίωσης». Αυτή τη δικαίωση προσπαθήσαμε να την προσφέρουμε στους συγγενείς και τα παιδιά των πεσόντων, με ειδικές αναφορές σε γονείς που σε συγκλονίζουν με την φιλοπατρία τους, με τιμητικές διακρίσεις σε επιζώντες μαχητές και άλλους συμβολισμούς, όπως είναι οι προτομές.
– Το «οδοιπορικό» στη Βόρειο Ήπειρο, μέσα από το οποίο ζωντανεύουν οι παραστάσεις από την προ οκταετίας πρώτη επίσκεψη(2006). Βρίσκεται κανείς και πάλι μπροστά στα διάσπαρτα οστά, στους προσωρινούς και ομαδικούς τάφους. Ακούγεται και πάλι η φωνή της αγωνίας και προτροπής του Βορειοηπειρώτη: «Κάντε κάτι όσο πιο γρήγορα, για να σας πληροφορήσουμε για τους τάφους που έχουμε εντοπίσει, πριν φύγουμε και εμείς από τη ζωή».
– Αναφορά στην Εαρινή επίθεση. Προσκύνημα στο θρυλικό Ύψωμα 731, στο οποίο σημειώθηκαν οι πιο αιματηρές και νικηφόρες μάχες των Ελλήνων στη Βόρειο Ήπειρο, που καθόρισε την έκβαση του πολέμου. Τα όσα διαδραματίστηκαν στο Ύψωμα αυτό, διαπιστώθηκε από συζητήσεις στις εκδηλώσεις, ότι δεν ήταν γνωστά στο ευρύ κοινό. Έτσι, προκειμένου να αναδειχθούν τα γεγονότα αυτά στο Ύψωμα 731 και να τιμηθούν οι επιζώντες και τα παιδιά των πεσόντων, οργανώθηκαν εκδηλώσεις.
– Το κεφάλαιο για τα στρατιωτικά κοιμητήρια στα Στενά της Κλεισούρας και στους Βουλιαράτες. Το ιστορικό για το πώς επετεύχθη η Συμφωνία και το χρονικό μετά την υπογραφή, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν υλοποιήθηκαν όσα αποφασίστηκαν μέχρι και σήμερα.
– Τη συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας
Γεγονός είναι ότι, εκτός από τις προοπτικές που διανοίγονται για την περισυλλογή των οστών και την ταφή τους στα στρατιωτικά κοιμητήρια, η Αλβανική πλευρά επισήμως έκανε δεκτή για πρώτη φορά την ελληνική θέση, να ταφούν δηλαδή οι μαχητές στους χώρους της θυσίας και όχι να μεταφερθούν, όπως πολύ σωστά αποφασίστηκε από την ελληνική πλευρά.
Με το παρόν βιβλίο, το οποίο τιτλοφορείται: «ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΧΡΕΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΤΑΦΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1940», καθώς και με όποιες ενέργειες κρίνονται επιβεβλημένες, θα συνεχιστεί ο αγώνας και βάσιμα εκτιμάται ότι θα ευοδωθεί- καθώς είναι αδιανόητο να μην υποχωρήσουν οι αντιστάσεις και η αδιαφορία, από όπου κι αν προέρχονται, μπροστά στο ιερό καθήκον- τον πατριωτισμό και τον ανθρωπισμό.
Ευχαριστώ όλους όσοι συνέβαλαν καθ’οιονδήποτε τρόπο στην εκπόνηση αυτού του βιβλίου και ιδιαίτερα τη Γεωργία Βασσάλου καθώς και τον ερευνητή Παναγιώτη Καμηλάκη, ο οποίος είχε τη φιλολογική και εκδοτική επιμέλεια του βιβλίου.