Ρυζόγαλο με κλωνάρια ή με μπάμπαλα»; της Φανής Φτάκας Τσικριτζή
Ρυζόγαλο με κλωνάρια ή με μπάμπαλα»; της Φανή Φτάκα Τσικριτζή
Πρωτομαγιά και ρυζόγαλο μια ζωή πήγαιναν πακέτο για τους Κοζανίτες! Και πώς να μην ήταν έτσι, αφού στις εξοχές που εξορμούσαν ανέκαθεν για να «τσακώσ’ν του Μαη» με τις κιφτέδες και τα κιχιά, όλοι ήθελαν κάτι το λαχταριστό στο τέλος για να ξεπλύνουν το στόμα τους. Μόνο το ρυζόγαλο ήταν ικανό με τη γλυκιά μοσχοβολιά της κανέλας, της κρέμας από μαΐσιο γάλα και του λιωμένου ρυζιού να ευφράνει όλο τον ουρανίσκο!
Ωστόσο οι σημερινές νοικοκυρές όλο και περισσότερο το αποφεύγουν μιας και η ετοιμασία του δημιουργούσε πάντα μεγάλο πονοκέφαλο και μπελιά σε όλες, παλιές και νέες νοικοκυρές !
Οι λόγοι προφανείς: πρώτον θέλει κοντά δυο ώρες ανακάτωμα και πολύ καλό τσιγάρισμα με τα χέρια της νοικοκυράς να κινδυνεύουν, ειδικά προς το τέλος , να εισπράξουν καμιά γερή φουσκάλα, αν το σπιτικό δεν διέθετε, όπως καμόσα σπίτια παλιά στη Σκρκα, μακριά κουτάλα. Για να πετύχει κανείς το άριστο αποτέλεσμα, χωρίς να το τσικνώσει και αρπάξει καμιά μυρωδιά, «χράζειτι να στέκισι ουπάν’ απ’ την κατσαρόλα και να του μιλάς συνέχεια όπως τα λούδια », μ’ είπιν κάποτε μια παλιά Κουζανιώτσα που εφκιαχνε ξακουστό ρυζόγαλο χωρίς κορνφλάου και που έτριβε το ρύζι με τα χέρια προτού το ρίξει μέσα στην κατσαρόλα!
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε κι ότι το πρωί της Πρωτομαγιάς οι φτέρνες της κάθε νοικουράς παίρνουν φωτιά από το πολύ σούρτα φέρτα για να ετοιμαστούν με την ώρα τ’ς όλα τα πράγματα για τη μαγιάτικη εξόρμηση, καταλαβαίνουμε πολύ καλά γιατί οι σύγχρονες νοικοκυρές τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο το αποφεύγουν προτιμώντας να κυκλοφορούν αυτή τη μέρα αυτή στις εξοχές με τάπερ γεμάτα με ρεβανί ή χαλβά, μιας και τα τελευταία μεταφέρονται πολύ πιο εύκολα!
Παρόλα αυτά και παρά τις πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες μαγειρικής σε πιο παλιές εποχές, ήταν θέμα prestige για ολες τις παλιες νοικοκυρες να ετοιμάσουν μια πιατέλα με καλό ρυζόγαλο, χωρίς να είναι ούτε νερό απ’ του πηγάδι αλλά κι ούτε σφιχτό σα στουπέτσι. Όλες τόφκιαχναν τότε, αλλά τα τσιλιστιμένα ξεχώριζαν από μακρά! Ένα τέτοιο ήταν και της μάνας μου που τόφκιαχνε κάθε χρόνο ανήμερα του Πάσχα και την Πρωτομαγιά ανυπερθέτως.
Τη δεκαετία του ‘ 80 συνηθίζαμε να γιορτάζουμε όλο μαζί το σόι την Κυριακή του Πάσχα στον Άγιο Αθανάσιο, πριν ακόμα γίνει ενοριακός ναός. Εκεί μας βρήκε μια χρονιά και το Τσέρνομπιλ να ψήνουμε και να χορεύουμε. Και ενώ το πασχαλιάτικο τραπέζι ήταν γεμάτο με όλα τα καλούδια, όλοι καρτερούσαν με ευλάβεια στο τέλος να παρ’ν μια κουταλιά από το ρυζόγαλα της κυρα-Ευδοκίας. Παραπάνω από όλους ο συμπεθερός ο τρανός, ο Νίκος ο Μόμτσιος ο γουναράς, που όχι μόνο το τιμούσε κάθε χρόνο αλλά και το διαλαλούσε κιόλας μπροστά σε όλους: «Φκιαν κι η θκια μ’ η Λένη ρυζόγαλο, αλλά τούτο δω είνι το κάτι άλλο, δε σε λιγώνει καθόλου η ζάχαρη», έλεγε . Το πότι σφουγγίζονταν δεν το παίρναμι χαμπάρι. Κι η μάνα μου ολο καμάρι εξηγούσι πως η νοστιμάδα του οφείλονταν στο παχύ πρόβειο γάλα του Μάη και στο γεγονός ότι μούσκευε και έτριβε το ρύζι με τα χέρια της πριν το ρίξει στο γάλα . Το ότι το μιλούσε όλη την ώρα που το ανακάτωνε σκυμμένη πάνω από την κατσαρόλα δε μετρούσε κι πολύ γι’ αυτήν…….!
Μια χρονιά, μια από το σόι το τσίκνωσε η καημένη στην προσπάθεια της να τα προλάβει όλα. Ήθελε γερό μουαμπέτι το ρυζόγαλο και δεν ήταν για αστεία. Το έφερε σε πιατέλα που την έβαλαν στο τραπέζι μαζί με τα υπόλοιπα φαγώσιμα. Λίγο πριν δοθεί το σύνθημα για το γενικό σούντζμα στα γλυκά, σηκώνεται ορθός ο συμπεθερός ο Μόμτσιος και φωνάζει. «Εμένα να μ’ αφήκτι την πιατελα της Ευδοκίας, το άλλο με τα μπάμπαλα μέσα, σας το χαρίζω ολόκληρο». Γέλασαν όλοι.
Μια ξαδέλφη Αθηναία μπερδεύοντας τα μπάμπαλα με τα μπαλάμια ρώτησε : «καλέ, ρίξατε αμύγδαλα μες στο ρυζόγαλο, αυτό πρώτη φορά τ’ ακούω» ; Δεν μπορούσε φυσικά η έρμη να πιάσει με την πρώτη το κασμέρι καθώς για τους μυημένους οι ίνες του τσικνωμένου γάλατος διακρίνονταν καθαρά μες στην πιατέλα, που ήταν ορφανή από κανέλα . Μόνο οι φανατικοί οπαδοί του εδέσματος σαν τον συμπέθερο τον Μόμτσιο και σαν το φίλο μας, τον Πάνο τον Μακρή, που μπορούσε να φάει στο κάτσιμο μια κουπάνα ρυζόγαλο ήταν σε θέση να το αντιληφθούν αυτό αμέσως.
Όσα μύθια τόσα αλήθεια με το ρυζόγαλο του Μάη. Γι’ αυτό μέρα που είναι σήμερα είναι πολύ φυσικό να σας τεθεί το ερώτημα : Πως ήταν το ρυζόγαλο σας φέτους; με μπάμπαλα ή χωρίς; Το φαγέτι όλου ή απόμκατι με τ’ν όρεξη; Όπως μας συνέβη εμας μια χρονιά στο Κουρί που στη μσή πιατέλλα πάτσιν μέσα ένας μκρος καθώς κυνηγιούνταν μ’ έναν άλλο και το άλλο μσό μας το φαγαν τα μερμύγκια! Τα τράβηξε φαίνιτι η γιρή μυρωδιά της κανέλας από τον Τσιώρα!.
Αει κι τ’ Χρόν’ ου Μάης, ου χρυσοΜαης
με τα καλούδια του… !
Τα λίγο λόξα φετινά μπακλαβωτα σχέδια οφείλονται στο Λάζο που πήγε να με βοηθήσει με την κανέλα, αλλά όπως έλεγε κι ο πεθερός μου που κασμερευε τα πάντα : δυο νομάτοι ένα μάτι !