Τ. Φούντογλου: «Η περιοχή μας θέλει όραμα για να αποτελέσει πόλο έλξης»
Ο Αντιπεριφερειάρχης Υγείας και Κοινωνικής Συνοχής για την κατάσταση στη Δυτική Μακεδονία
Συνέντευξη Τύπου στο πλαίσιο της δημόσιας λογοδοσίας έδωσε το μεσημέρι της Τρίτης ο Αντιπεριφερειάρχης Υγείας και Κοινωνικής Συνοχής της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, Τάσος Φούντογλου, ο οποίος μίλησε για το τι σκοπεύει να κάνει η Περιφέρεια το προσεχές διάστημα και την κατάσταση που επικρατεί στη Δυτική Μακεδονία, τονίζοντας πως «η περιοχή μας θέλει ένα οραματικό στοιχείο στο πως θα προσεγγίσουμε τα πράγματα. Πρέπει κάθε νοσοκομείο να αποκτήσει έναν ειδικότερο ρόλο στον υγειονομικό χάρτη της περιοχής. Θα πρέπει να δημιουργηθούν σοβαρές κλινικές και να αναπτύξουμε τμήματα και στα πέντε νοσοκομεία μας, τα οποία θα αποτελέσουν πόλο έλξης για τους ασθενείς της Βορείου Ελλάδος».
Στην αρχική του εισήγηση ο κ. Φούντογλου αναφέρθηκε στην κοινωνική συνοχή, τονίζοντας πως πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό κομμάτι για την περιφέρεια μας καθώς βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο η οποία έχει πολλές προκλήσεις αλλά δημιουργεί και πολύ σημαντικά ζητήματα κοινωνικής φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Σε αυτά τα ζητήματα η περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας «απαντά» με δύο προγράμματα. Το πρόγραμμα των ΤΕΒΑ ύψους 10,8 εκατομμυρίων και το πρόγραμμα του ΣΔΑΜ ύψους 8 εκατομμυρίων με χρονικό ορίζοντα το 2027, με τα οποία θα επιχειρήσουν να δώσουν λύση στις κοινωνικές ανάγκες των ευάλωτων ομάδων της περιοχής. «Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η προηγούμενη περιφερειακή αρχή υλοποίησε το πρόγραμμα των ΤΕΒΑ με επιτυχία και κατάφερε να δεσμεύσει και άλλους πόρους προς αυτή την κατεύθυνση και πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι υπηρεσίες της περιφέρειας και συγκεκριμένα υπηρεσιακά στελέχη, τα οποία κατάφεραν να επωμιστούν όλο το βάρος αυτού του τόσο μεγάλου προγράμματος» τόνισε ο κ. Φούντογλου και συνέχισε λέγοντας πως το ΤΕΒΑ το εγκαταλείπουμε ως έννοια και πλέον μιλάμε για το πρόγραμμα ανθρώπινου δυναμικού και κοινωνικής συνοχής, το οποίο έχει επτά προτεραιότητες. Η επισιτιστική βοήθεια που αποτελεί την έκτη προτεραιότητα θα υλοποιηθεί το αμέσως επόμενο διάστημα με κονδύλια ύψους 10,8 εκατομμυρίων ευρώ. «Έχουμε τη δέσμευση της υπουργού και τα χρήματα αυτά μπορεί να αυξηθούν στα 15 εκατομμύρια ευρώ. Το πρόγραμμα των ΤΕΒΑ δεν αντιμετωπίζει τη φτώχεια, την ανακουφίζει και συνδράμει υλικά σε ανθρώπους που κινούνται στα όρια της ακραίας φτώχειας» υπογράμμισε ο ίδιος.
Συνέχισε λέγοντας πως το πρόβλημα με το ΤΕΒΑ έγκειται στο ότι πολύ μεγάλοι πόροι του πηγαίνουν μόνο σε υλική συνδρομή και δεν δίνεται η σωστή προτεραιότητα στα συνοδευτικά μέτρα, τα οποία είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του προγράμματος. «Η περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας επέλεξε αυτά τα συνοδευτικά έργα να τα εντάξει σε ένα συνολικότερο πρόγραμμα κοινωνικής παρέμβασης μέσω του ΔΑΜ, προκειμένου να διευρύνουμε τις κοινωνικές υπηρεσίες προς τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού».
Όπως ανέφερε ο κ. Φούντογλου εκτός από τα δύο προγράμματα που θα υλοποιηθούν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, πολύ σημαντική είναι και η δέσμευση του Υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας πως κάποια προγράμματα που θα «τρέξουν» σε εθνικό επίπεδο, μπορούν να ξεκινήσουν σε πιλοτικό επίπεδο από τη Δυτική Μακεδονία προκειμένου να απαντήσουν σε πιο ειδικές κοινωνικές ανάγκες, όπως είναι η παιδική φτώχεια, η κοινωνική φτώχεια και τα άτομα με αναπηρία.
Για το κομμάτι της υγείας ο κ. Φούντογλου τόνισε πως η περιφερειακή αρχή δεν έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες. «Υπήρχε μια πρόταση του νομοθέτη πριν αρκετά χρόνια να αποκεντρώσει αρκετές αρμοδιότητες όσον αφορά τα νοσοκομεία και την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας στις περιφέρειες αλλά δεν κατέστη δυνατό και αυτή τη στιγμή οι περιφέρειες είναι αποψιλωμένες από τέτοιες αρμοδιότητες και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε ως περιφερειακή αρχή, είναι στοχευμένες παρεμβάσεις εκεί που βλέπουμε ότι υπάρχουν προβλήματα».
Στη συνέχεια στάθηκε στο ότι έτσι όπως είναι δομημένο το σύστημα υγείας στη Δυτική Μακεδονία, το υγειονομικό βάρος πέφτει στα πέντε νοσοκομεία της περιοχής καθώς δεν υφίσταται πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, μετανοσοκομειακή φροντίδα, υπάρχουν πολύ σημαντικά προβλήματα υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης και χρειάζεται να δημιουργηθούν ποιοτικές δομές υγείας για να προσελκύσουν ασθενείς και προσωπικό. «Σε ένα σοβαρό σύστημα υγείας χρειάζεται η πρόληψη, η περίθαλψη, η αποκατάσταση και η μακροχρόνια φροντίδα υγείας. Δεν υπάρχει σοβαρή πολιτική πάνω στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και την αποκατάσταση. Δεν είναι για τα πάντα η λύση το νοσοκομείο. Τα νοσοκομεία αποτελούν έναν πολύ σημαντικό πυλώνα του δημόσιου και δωρεάν συστήματος υγείας αλλά θα πρέπει να ασχοληθούμε πολύ σοβαρά και με τους άλλους δύο πυλώνες, που είναι η αποκατάσταση και οι χρόνιοι ασθενείς και η πρόληψη και η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και εκεί πρέπει να στοχεύσει το επόμενο διάστημα η περιφερειακή αρχή και μπορεί να κάνει παρεμβάσεις» ενώ αναφέρθηκε και σε ένα νέο πρόγραμμα κατ’ οίκων φροντίδας υγείας το οποίο θα «τρέξει» μέσα στο 2024 για να αναβαθμιστεί η φροντίδα υγείας των ασθενών.
Για τον υγειονομικό χάρτη ο κ. Φούντογλου τόνισε πως η διαμόρφωση του υγειονομικού χάρτη πρέπει να γίνει από επιστήμονες και πως υπήρχε στις προεκλογικές δεσμεύσεις της περιφερειακής αρχής. «Το 25%-30% φεύγει από τη Δυτική Μακεδονία και αναζητά υπηρεσίες υγείας σε Θεσσαλονίκη και Ιωάννινα. Εμείς πρέπει να δούμε ποιες είναι αυτές οι ανάγκες, γιατί δεν μπορούμε να τις ικανοποιήσουμε και στοχευμένα να πάμε στις δομές υγείας μας και να προσφέρουμε αυτές τις υπηρεσίες. Αυτή τη στιγμή η περιφέρεια φθίνει πληθυσμιακά και τα επόμενα χρόνια θα έχουμε να διαχειριστούμε πολλούς ηλικιωμένους ενώ πλέον μιλάμε πανδημίες, επιδημίες και λοιμώδη νοσήματα. Αυτά πρέπει να τα δούμε όλα στοχευμένα. Πρέπει να δεσμευτούμε πως αν προχωρήσουμε στη διαμόρφωση του νέου υγειονομικού χάρτη, θα τον στηρίξουμε όλοι μας». Συνέχισε λέγοντας πως όλα τα νοσοκομεία είναι χρήσιμα σε έναν υγειονομικό χάρτη και πως το ότι μπορεί να δημιουργηθούν κλινικές αναφοράς στο νοσοκομείο μιας πόλης, δεν σημαίνει πως τα υπόλοιπα νοσοκομεία θα ερημώσουν, αρκεί να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους και να είναι στελεχωμένα με τις βασικές ειδικότητες και υπογράμμισε πως μπορούν να δημιουργηθούν συνέργειες με τα πανεπιστημιακά νοσοκομεία. «Μπορούμε να διαμορφώσουμε συγκεκριμένα και οργανωμένα μονοπάτια και όταν υπάρχουν συγκεκριμένα περιστατικά που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε, να πηγαίνουν σε πανεπιστημιακές κλινικές. Αυτά τα περιστατικά είναι γύρω στο 3%-5%. Ένα σοβαρό δευτεροβάθμιο σύστημα υγείας στην περιοχή μας, με μια σοβαρή πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, μπορεί να αντιμετωπίσει το 95% των περιστατικών. Το 5% των περιστατικών πρέπει να μπορούμε να το διακινούμε με αξιοπρέπεια, μέσω συνεργειών με τα πανεπιστημιακά νοσοκομεία».
Τέλος, ανέφερε πως οι γιατροί σήμερα δεν μπαίνουν στο Ε.Σ.Υ. όχι μόνο επειδή οι μισθοί είναι χαμηλοί αλλά επειδή το σύστημα είναι άναρχα δομημένο και δεν υπάρχει οργάνωση και τόνισε πως το Εθνικό Σύστημα Υγείας χρειάζεται περισσότερους και εξειδικευμένους νοσηλευτές.
Θένια Βασιλειάδου – www.xronos-kozanis.gr