Τα επενδυτικά κίνητρα του Σχεδίου Δίκαιης Μετάβασης
Τα επενδυτικά κίνητρα του Σχεδίου Δίκαιης Μετάβασης θα αποτελέσουν ένα ενιαίο πλέγμα, το οποίο θα εξειδικεύεται και θα υποστηρίζει τρεις διαφορετικές ομάδες αποδεκτών: τις επενδύσεις με συγκεκριμένες (και λειτουργικές) ανάγκες, τις επιχειρήσεις που επηρεάζονται άμεσα αλλά και αυτές που διαθέτουν δυνατότητες ανάπτυξης μέσα από κατάλληλες ενισχύσεις και, τέλος, τους απασχολούμενους σε επιχειρήσεις που επηρεάζονται και το εργατικό δυναμικό που χρειάζεται να προσελκύσουν οι φορείς των νέων επενδύσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, δεκαπέντε εξατομικευμένα κίνητρα εντάχθηκαν στις παρακάτω τρεις ομάδες:
- Κίνητρα προσέλκυσης νέας παραγωγικής διαδικασίας: επιχορήγηση για νέα επένδυση, φοροαπαλλαγή, φοροελαφρύνσεις, επιδότηση ασφαλιστικών εισφορών, απαλλαγή τελών, δάνεια με ευνοϊκούς όρους και εγγυήσεις.
- Κίνητρα διατήρησης της υφιστάμενης λειτουργίας: επιχορήγησης για αναμόρφωση / εκσυγχρονισμό της παραγωγικής λειτουργίας, επιδότηση δανειακών υποχρεώσεων, επιδότηση μισθολογικού κόστους, συμμετοχή στα ίδια κεφάλαια και δάνεια με ευνοϊκούς όρους.
- Κίνητρα για την υποστήριξη φυσικών προσώπων: απομείωση φόρου εισοδήματος, επιδότηση στεγαστικού δανείου και ενίσχυση των προβλεπόμενων επιδομάτων και προγραμμάτων κατάρτισης.
Ως προς το ύψος των κινήτρων επισημαίνεται καταρχάς ότι στον υφιστάμενο Χάρτη Περιφερειακών Ενισχύσεων (ΧΠΕ) που καλύπτει την περίοδο μέχρι 31.12.2021, ισχύουν τα ακόλουθα όρια ενίσχυσης:
- 25% για μεγάλες επιχειρήσεις, 35% για μεσαίες επιχειρήσεις 45% για μικρές επιχειρήσεις στη Δυτική Μακεδονία,
Επιπρόσθετα, ισχύει ο κανόνας de minimis που προβλέπει ανώτατο όριο ενίσχυσης 200 χιλ.ευρώ/τριετία.
Περαιτέρω, υπό το καθεστώς του ν. 4399/2016 (ΦΕΚ Α΄ 117/22.06.2016), το μέγιστο ύψος ενίσχυσης για κάθε επενδυτικό σχέδιο είναι τα πέντε (5) εκατομμύρια ευρώ, για κάθε επιχείρηση τα δέκα (10) εκατομμύρια ευρώ και για κάθε όμιλο επιχειρήσεων τα είκοσι (20) εκατομμύρια ευρώ.
Λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα της ανάλυσης εκτιμάται πως τα όρια του ΧΠΕ δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της στρατηγικής για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου των λιγνιτικών περιοχών.
Ειδικότερα, η πρόταση που τελεί υπό επεξεργασία προκειμένου να τεθεί προς έγκριση από τα αρμόδια θεσμικά όργανα (σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής) έχει ως ακολούθως:
- Για τις περιφερειακές ενότητες Κοζάνης, Φλώρινας και για την ευρύτερη περιοχή της Μεγαλόπολης εκτιμάται πως ως προς τα κίνητρα που αφορούν την υλοποίηση νέας επένδυσης το συνολικό ύψος ενίσχυσης χρειάζεται να προσαυξηθεί σημαντικά και να υπάρχει ένα “premium”, που ανάλογα με το είδος επένδυσης και το μέγεθος του επενδυτικού κενού να φτάνει το 60% στις μεγάλες επιχειρήσεις, το 70% στις μεσαίες επιχειρήσεις και το 80% στις μικρές επιχειρήσεις.
- Για τις λοιπές περιοχές Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και Πελοποννήσου, η πρόταση είναι να προβλεφθεί μέγιστη ενίσχυση της τάξεως του 40% για μεγάλες επιχειρήσεις, 50% για μεσαίες επιχειρήσεις και 60% για μικρές επιχειρήσεις.
Στα κίνητρα αυτά θα ισχύει ο κανόνας της σώρευσης έως τα προτεινόμενα αυτά όρια. Η ένταση της ενίσχυσης στις επενδύσεις (δηλαδή το απόλυτο μέγεθος) θα εξαρτάται από το ύψος του χρηματοδοτικού κενού, ενώ σε κάθε περίπτωση δε θα ξεπερνά τα προαναφερθέντα όρια.
Ως προς τη συμβατότητα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, τα κίνητρα διακρίνονται σε: (α) συμβατά με την ισχύουσα νομοθεσία περί κρατικών ενισχύσεων για τα οποία εκτιμάται πως δεν θα χρειαστεί κάποιος ειδικός χειρισμός, (β) κατ’ αρχήν συμβατά, ωστόσο εκτιμάται πως θα χρειαστεί σχετική γνωστοποίηση και (γ) μη συμβατά που χρήζουν έγκρισης μετά από την δημιουργία και κοινοποίηση στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενός ειδικού καθεστώτος ενίσχυσης.
Μέσα από τα προτεινόμενα κίνητρα θα δοθεί η δυνατότητα να αξιοποιηθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό όλες οι διαθέσιμες πηγές χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των τριών πυλώνων του Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης καθώς και των υπολοίπων πηγών (εγχώριων και ευρωπαϊκών).
Ουσιαστικά τα κίνητρα θα κινητοποιήσουν και θα ενεργοποιήσουν επενδυτικά σχέδια (βλ. ενότητα 3.2), τα οποία με τη σειρά τους θα επιτρέψουν την κινητοποίηση και μόχλευση πρόσθετων χρηματοδοτικών πόρων, που σε διαφορετική περίπτωση θα παρέμεναν αδρανή.
Τέλος, σημειώνεται ότι το κόστος της ενέργειας ως βασικός παράγοντας ανταγωνιστικότητας και ελκυστικότητας των περιοχών μετάβασης, αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της νομοθεσίας αναφορικά με την λειτουργία της αγοράς ενέργειας, με τους παρόχους ενεργειακών υπηρεσιών, όπως η ΔΕΗ, να λειτουργούν σε καθαρά ανταγωνιστική βάση.