Τα κόλιαντα και οι κλαδαριές στη Σιάτιστα, του Γεώργιου Μ. Μπόντα
Τα κάλαντα στη Σιάτιστα τα λένε κόλιαντα από γλωσσική παραφθορά της λέξεως. Τα έθιμα που επικρατούν τις μέρες αυτές στη Σιάτιστα παρουσιάζουν κάτι το ιδιαίτερο. Τα παιδιά κάθε γειτονιάς συγκροτούνται σε ομάδες οι οποίες κάμνουν εξορμήσεις στ’αμπέλια και στα χωράφια και μαζεύουν φουρφούρια, ξερά χόρτα που λέγονται «Λόζιος». Ο «Λόζιος» φορτώνεται στ’αυτοκίνητα, ενώ τα παλιά χρόνια φορτώνονταν στα ζώα και αποθηκεύεται σε αποθήκες της γειτονιάς. Η αποθήκη ανοίγει την παραμονή των καλάντων για να ετοιμαστεί η «Κλαδαριά» μεγάλη φωτιά, πού προέρχεται από τη λέξη κλάδος και είναι το κύριο υλικό της φωτιάς.
Το έθιμο της κλαδαριάς είναι πράγματι ωραίο και διατηρείται στη Σιάτιστα από τα παλιά χρόνια. Συμβολίζει τις φωτιές που άναψαν οι ποιμένες στη Βηθλεέμ για να αναγγείλουν τη γέννηση του Χριστού. Αλλά δεν μπορεί παρά να επιβιώνουν και συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων που με τη φλόγα έστελναν το μήνυμα κάθε ευχάριστης αγγελίας ή λύτρωσης.
Το στήσιμο και το στόλισμα της κλαδαριάς έχει ιδιαίτερη τεχνική. Στη μέση της πλατείας της γειτονιάς ανοίγεται μία τρύπα βάθους 0,50 -0,70 εκατοστά του μέτρου. Μόλις φτάσει η παραμονή των καλάντων, 23 Δεκεμβρίου, τοποθετείται και στερεώνεται μέσα στην τρύπα ένα χοντρό ξύλο το «βεργί», για να συγκρατεί τα ξερά χόρτα γύρω του. Πάνω στην κορυφή του βεργιού δένουν ένα δεμάτι με λόζιο που λέγεται «φούντα» και στολίζουν την κλαδαριά με πολύχρωμα μπαλόνια, κορδέλες και λοιπά. Στο διάστημα αυτό τα παιδιά κάνουν προστατευτικό κλοιό γύρω από την κλαδαριά και χτυπούν κουδούνια. Κατόπιν συγκεντρώνονται και παίρνουν θέσεις γύρω από την κλαδαριά γέροι, γριές, νέοι και νέες περιμένοντας το άναμμα με ανυπομονησία. Μόλις νυχτώσει ανάβεται η κλειδαριά από τη βάση της, ενώ η τοπική μουσική παίζει το παρακάτω τραγούδι:
Πιδιά μ’ ήρθαν τα κόλιαντα κ’όλοι να τοιμαστείτι
πάρτι κι τις τζιουμάκις σας και στουν Αι- Λιά να βγείτι
κι’ απ΄τουν Αί- Λιά στουν Πρόδρομου στα τρία τα πηγάδια.
Ικεί θα γεν’ το σύναγμα κ’ολου του συναγώγι,
θ ανάψουμε τις κλαδαριές θα πούμε και του χρόνου.
Στις 24 Δεκεμβρίου τα ξημερώματα ακούγονται «κολιαντίτικα τραγούδια» από τα παιδιά και οι «τζιουμάκες», (γερό ξύλο με κεφάλι «ρόζο» στο ένα άκρο) που χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών. Λέγεται ότι η τζιουμάκα παράγεται από τη λέξη «Τσομπάνος», ποιμήν και συμβολίζει το ραβδί (τις κλούτσες) των βοσκών, οι οποίοι προσκύνησαν τον Χριστό τη νύχτα της γεννήσεως του.
Τα παιδιά μόλις πάρουν την τζιουμάκα τη βάζουν να μουσκέψει στο «χαρανί» (καζάνι με νερό) και την αφήνουμε εκεί πολλές μέρες για να σφίξει και να χτυπάει τις πόρτες στα κάλαντα χωρίς να διατρέξει τον κίνδυνο να ραγιστεί.
Όλα τα σπίτια περιμένουν τα παιδιά να πουν το τραγούδι που αρμόζει για κάθε περίσταση. Η Σιάτιστα έχει εδώ έναν αναμφισβήτητο πρωτείο.
Από τα πρωτότυπα αυτά τραγούδια παραθέτουμε δύο, το πρώτο λέγεται σπίτι που έχει ξενιτεμένο και το δεύτερο σε σπίτι που έχει άνθρωπο γραμματισμένο:
«Ξενιτεμένο μου πουλί κι παραπονιμένου
η ξενιτιά σι χαίρετι κι γώ χου τουν καημό σου.
Τι να σου στείλου ξένι μου, τι να σου προβοδίσω;
Nα σ’ στείλου μήλου σέπιτι, κυδωνι μαραγκιάζει,
να στείλου κι του δάκρυ μου σ’ένα χρυσό μαντήλι,
το δάκρυ μ’ είνι καυτιρό κι καίει το μαντήλι».
«Γραμματικός εκάθονταν στου Βασιλιά την πόρτα.
Έγραφιν κι κουντίλιαζιν όλου για την αγάπη.
Κι σπάραξιν το χέρι του κι χύθκιν η μιλάνη.
Κι λέρουσαν τα ρούχα του τα χρυσοκεντημένα,
σ’ιννιά ποτάμια τ’άπλυναν βάψαν κι τα ποτάμια».
Γεώργιος Μ. Μπόντας
Τέως Δ/ντης της Μανουσείου Δημόσιας
Βιβλιοθήκης Σιάτιστας
Λαογράφος