Τα Κοζανίτικα Κόλιαντα και Σούρβα (Γράφει η Φανή Φτάκα)
Κόλιαντα, μπάμπου μ’, κόλιαντα και μένα κολιαντίνακι αν δε μι δώσεις κόλιαντα, δωσ’ μου τη θυγατέρα σ’,να την τσιμπώ, να τη φιλώ, να την κοιτώ στα μάτια,στα μάτια, στα ματόφυλλα και στα καγκελοφρύδια.Πρώτη φορά, νήπιο, άκουσα αυτά τα υπέροχα στιχάκια με τα παραδοσιακά Κόλιαντα της Κοζάνης. Παραμονές Χριστουγέννων συνήθιζε να τα τραγουδάει η αηδονολαλούσα μάνα μου Ευδοκία στο πατρικό μας σπίτι στον Αγιο Δημήτρη. Τα άκουσα όμως πολλές φορές και από τη χαροκαμένη γειτόνισσα μας, τη Λέγκω Καραμούζαινα, όταν μικρά πηγαίναμε με τον αδελφό μου, με χιόνια και με κρύσταλλα τις περισσότερες φορές, να της πούμε τα κάλαντα.Έπρεπε να τελειώσουμε το «Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη Θεία Γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας….», το γνωστό κλασσικό άσμα που τραγουδούσαμε από παιδιά κι να αρχίσουμε να βαραίνουμε με τουν τσιώκου την παλιά ξύλινη εξώπορτα φωνάζοντας δυνατά «Κόλιαντα μπάμπου Κόλιαντα» μέχρι να ρθει να μας ανοίξει. Σαν να ήθελε να το ακούσει ολόκληρο το τραγούδι, χωρίς περικοπές.Κι σαν αληθινή αρχόντισσα αντικρίζοντας μας ξεπαγιασμένους, μας καλούσε, κάθε φορά να περάσουμε μέσα στή μεσιά του φτωχικού σπιτικού για «να τα ξαναπούμε» για τον άντρα της, τον μπάρμπα-Θόδουρο που βαριάκουγε και κάθονταν σιωπηλός και σκεφτικός στο παραγώνι δίπλα στ’ αναμμένο τζάκι.Μόλις τελειώναμε, μας έφερνε ένα ψάθινο πανέρι με κάστανα, αμύγδαλα, καρύδια, ξυλοκέρατα, φιρίκια κι κόλιαντα να διαλέξουμε για τον τρουβά (σακούλι) ό,τι λαχταρούσε περισσότερο η ψυχή μας βάζοντας μας συγχρόνως στο χέρι κι από ένα σαλιάρι, τυλιγμένο σε χαρτοπετσέτα με λαδόχαρτο απέξω, «αυτό είναι για το σπίτι, για την Ευδοκία» μας έλεγε. Κι εκεί που περιμέναμε το ασημένιο φιλοδώρημα, μια δραχμή συνήθως, μας έφερνε σ’ ένα παλιούκαιρο δίσκο μερικά τσαμπιά από κόκκινα σταφύλια όλο μέλι, που μόλις είχε κόψει από τις φούντις που κρέμονταν στο χαμηλό λιακωτό του σπιτιού της. «Κάτστι τώρα δίπλα στου τζάκι να τα φάτι και να ζισταθείτε ψίχα μέχρι να σας πω κι γω ένα τραγούδι Αη βασιλιάτκου απ’ τα παλιά» μας έλεγε. Κι όπως στέκονταν όρθια με τον δίσκο στα χέρια, χωρίς δεύτερη κουβέντα αρχινούσε το τραγούδι της «Κόλιαντα μπάμπου κόλιαντα……». Είχε πολύ γλυκιά φωνή. Κάποτε πριν τον Πόλεμο είχε πάρει και βραβείο από το Δήμο για ένα τραγούδι που τραγούδησε στο Φανό τ’ Αη –Δημήτρη, συναγωνιζόμενη με τον πρωτοτραγουδιστή του Φανού, τον Νικόλα Πλεξίδα.Από όλα τα στιχάκια των ημερών παραπάν αγαπούσε το τραγούδι τ’ Άη- Βασίλη που μας το τραγουδούσε ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, όταν πηγαίναμε να της πούμε τα Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα, τα Σούρβα. Ίσως γιατί της θύμιζε τον ξενιτεμένο γιο της Αργύρη, τον μοναδικό εν ζωή από τα τέσσερα αγόρια της, πολιτικό πρόσφυγα του Εμφυλίου, ξεχασμένο για 28 ολόκληρα χρόνια στη μακρινή Πολωνία.Άγιος Βασίλης έρχιτι, Γινάρης ξημερώνει.-Βασίλη μ’ πόθιν έρχισι κι πόθιν κατιβαίνεις;-Απού τα ξένα έρχουμι και στα δικά μου πάω-Κάτσι να φας, κάτσι να πιεις, κάτσι να γιοματίσειςΚι αν έρχισι απ’ τν’ ξενιτιά, πες μας ένα τραγούδι.-Ιγώ γράμματα μάθνησκα, γράμματα θα σας λέου.Στην πατιρίτσα ’κούμπισιν να πει την αλφαβήτακι η πατιρίτσα ήταν χλουρή κι απόλικιν κλουνάρια,κλουνάρια χρυσουκλώναρα, σαν του χρυσό το χρόνοκι απάν’ στα χρυσουκλώναρα περδίκις κελαηδούσαν .και κάτω στις ριζίτσες της να ραίνουν τον αφέντη τουςνα ραίνουν την κυρά τους.Μεγάλη πια, με τις μελωδίες και τις εικόνες αυτές βαθειά φυλαγμένες μέσα μου σαν εικόνισμα, άκουσα και άλλα στιχάκια από την εξαιρετική φωνή του Μιχάλη Τσιανάκα, έναν κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο του παραδοσιακού τραγουδιού της Κοζάνης. Κάποια από αυτά απευθύνονταν στον αφέντη του σπιτιού, άλλα στην κυρά ή στη γιαγιά, άλλα στο μικρό κοριτσάκι ή στην κόρη που ήταν για παντρειά, άλλα στους αρραβωνιασμένους ή στους ξενιτεμένους κι άλλα στον παππά ή στον τσέλιγκα. Κανέναν δεν άφηναν παραπονεμένο, ούτε το νεαρό ρηγόπουλο αλλά ούτε και τον γραμματιζούμενο γιό. Ακόμα και για όσους κρατούσαν κλειστή την εξώπορτα και δεν άνοιγαν, υπήρχε το ανάλογο «στόλτζμα» με στίχους καυστικούς.Αφέντη μου η κάπα σου 9000 ψείρες,άλλες γεννούν κι άλλες κλωσούνκι άλλες αυγομαζώνουνκι άλλες τουν Θο παρακαλούν να μη τις ζεματίσειΤα Κάλαντα- Κόλιαντα και Σούρβα στο κοζανίτικο γλωσσικό ιδίωμα- είναι επαινετικά, εγκωμιαστικά, ευχετικά δημοτικά τραγούδια σε στίχους που ψάλλουν τα παιδιά εθιμικά σε κάθε σπίτι την Παραμονή των Χριστουγέννων ή Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Είναι γνωστά και ως Αη-Βασιλιάτικα τραγούδια. Δυστυχώς κάθε χρόνο όλο και λιγότερα παιδιά βγαίνουν πλέον να τα πουν ενώ τα τραγούδια των Φώτων στην Κοζάνη έχουν σταματήσει δεκαετίες πριν. Αυτά τα τραγούδια που βασίζονται σε παλιά λαϊκά ανάγουν την καταγωγή τους στα Βυζαντινά-Ρωμαϊκά Χρόνια. Η λέξη κάλαντα προέρχεται ετυμολογικά από τη λατινική λέξη calendae, που σημαίνει αρχές του μήνα, η οποία με τη σειρά της προήλθε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Τα Κάλαντα- Κολιαντα κατάγονται άμεσα από τις Ρωμαικέςς -Βυζαντινές Καλένδες του Ιανουαρίου, που γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Οι Βυζαντινές Καλένδες με τη σειρά τους μας παραπέμπουν στην Αρχαία Ελλάδα, στο έθιμο της Ειρεσιώνης, που ήταν διονυσιακό. Και εκεί τα παιδιά τραγουδούσαν για την ευετηρία (καλή χρονιά), κρατώντας ένα κλαδί κότινου (αγριελιάς) στολισμένο με γιρλάντες από κόκκινο και άσπρο μαλλί προβάτου, σύμβολο της ευφορίας και της γονιμότητας. Επάνω του κρεμούσαν τους ξηρούς καρπούς (σύκα, καρύδια , αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, που εισέπρατταν ως φιλοδώρημα από τα σπίτια που επισκέπτονταν.Με τη Γέννηση του Χριστού, οι μελωδικές ευχές των παιδιών για ευετηρία, μακροζωία και ευημερία του σπιτιού και των μελών της οικογένειας, περιβεβλημένες με τον μανδύα της χριστιανικής παράδοσης έφτασαν μέχρι τις μέρες μας όπως φαίνεται καθαρά και από τα παρακάτω στιχάκια:«Καλήν ημέραν άρχοντες,Χριστού τη Θεία Γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σαςΣ’ αυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραίσεικι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρονιά να ζήσει…..».Μέχρι και τα κεράσματα για τα κόλιαντα ή τα σούρβα της Πρωτοχρονιάς παραπέμπουν στους ίδιους πανάρχαιους συμβολισμούς υπενθυμίζοντας μας ότι η Κοζάνη, μέχρι τα τέλη του 1950 που άρχισε η απότομη εκβιομηχάνιση της , ήταν μια παραδοσιακή αγροτική και ημιαστική κοινωνία, που διέπονταν από διάφορες δοξασίες και μαγικούς κανόνες σαν όλες τις παραδοσιακές κοινωνίες. Στις παλιότερες εποχές οι λαϊκοί κυρίως άνθρωποι ήταν προσκολλημένοι σ’ αυτούς και τους ακολουθούσαν με ιδιαίτερη προσήλωση και σεβασμό. Όλοι οι νοικοκυραίοι, ακόμα κι οι πιο φτωχοί, επεδίωκαν αυτές τις μέρες να έχουν γεμάτο το τραπέζι τους με καλούδια εκβιάζοντας έτσι με μαγικό και ομοιοπαθητικό τρόπο την εξασφάλιση της αφθονίας των αγαθών και του πλούτου όλο το χρόνο για το σπίτι τους.Και τα φιλοδωρήματα-κεράσματα ακόμη των μικρών καλαντιστών αυτούς τους στόχους εξυπηρετούσαν. Η αμοιβή για τα τραγούδια δεν ήταν πράξη φιλανθρωπίας, ούτε ζητιανιάς. Ήταν πράξη τελετουργική. Το κάθε κέρασμα είχε τον δικό του ιδιαίτερο συμβολισμό απόλυτα εναρμονισμένο με το συνολικό πνεύμα του εθίμου. Μέσα από το φιλοδώρημα των μικρών καλαντιστών με καρπούς της γης ( κάστανα, καρύδια, αμύγδαλα, ξυλοκέρατα, φιστίκια, φιρίκια, μανταρίνια) οι νοικοκυραίοι επεδίωκαν την εξασφάλιση της καλής σοδειάς για το σπιτικό τους. Με τα διάφορα γλυκά (κόλιαντα ή σούρβα αλλά και σαλιάρα ή κουραμπιέδες) εκβίαζαν την εξασφάλιση της ευτυχίας και της χαράς στο σπίτι και στην οικογένεια τους ενώ με τα νομίσματα ( πεντάρες, δεκάρες και δραχμές παλιότερα), επιζητούσαν την εξασφάλιση του πλούτου και της αφθονίας.Τα κόλιαντα, τα ιδιαίτερα κουλουράκια των Χριστουγέννων μαζί με τα σούρβα της Πρωτοχρονιάς που πρόσφεραν οι νοικοκυρές στους μικρούς καλαντιστές είχαν και αυτά τον δικό τους συμβολισμό. Στα κόλιαντα, τα ζυμωμένα με νερό , αλεύρι και προζύμι οι παλιές νοικοκυρές έδιναν διάφορα σχήματα αναπαριστάνοντας εικόνες της κτηνοτροφικής ζωής του τόπου (αρνιά, γουρούνια, κότες, τζιουμπανίκες (κλίτσες ) του βοσκού κλπ), μαζί με στοιχεία της καθημερινότητας, όπως της μπάμπως τα ματουάλια, οι κοτσίδις ( κλώσσις) των μαλλιών, οι πιρδίκις, τα ανθρωπάκια κλπ). Δεν ξεχνούσαν φυσικά το θρησκευτικό μήνυμα των ημερών, γι’ αυτό και πρώτο έπλαθαν το Κόλιαντου της Παναγίας. Αυτό απεικόνιζε ένα κουλούρι με σταυρό στο κέντρο ή την Παναγία με το θείο βρέφος αγκαλιά. Αυτό το πρώτο κόλιαντο, το θεωρούσαν ιερό, τόβαζαν στα εικονίσματα και δεν επέτρεπαν σε κανέναν να το πειράξει. Πίστευαν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες και γιάτρευαν μ’ αυτό μέχρι και λυσσασμένα σκυλιά. Οι ιερές ιδιότητες του αποτυπώνονται ξεκάθαρα στην παρακάτω λαϊκή έκφραση : «Πνούσι τόσο που έφαγιν μέχρι και του κόλιαντου τς Παναγίας».Ανάλογους συμβολισμούς είχαν και τα σούρβα, τα στρογγυλά κουλουράκια με τρύπα στη μέση που πρόσφεραν στους μικρούς καλαντιστές ανήμερα της Πρωτοχρονιάς. Τα σούρβα πιο νόστιμα από τα κόλιαντα, ήταν φτιαγμένα με περισσότερα υλικά, αλεύρι, κασταλαή (σταχτόνερο), πετιμέζι, σταφίδες καρύδια και διάφορα μυρωδικά όπως κανέλα, γαρίφαλο, σύμβολα όλα της ευτυχίας και της αφθονίας που με ομοιοπαθητικό τρόπο εκβίαζαν οι νοικοκυρές να εξασφαλίσουν για το σπιτικό τους.Φέτος, που τα παιδάκια δεν θα ’ρθουν «να μας τα πουν» λόγω της πανδημίας του covid- 19, λίγο πριν ο Χαρδαλιάς μας ανακοίνωσε στην τηλεόραση τέρμα τα κάλαντα φέτος, ας μας κρατήσουν συντροφιά αυτές οι εικόνες απ’ τα παλιά μαζί με τις παραδοσιακές μελωδίες των Αη-Βασιλιάτικων τραγουδιών της Κοζάνης με την υπέροχη φωνή του Μιχάλη Τσιανάκα. Ας τις έχουμε για παρηγοριά μαζί με τις τηλευχές των αγαπημένων μας προσώπων που θα υποκαταστήσουν την ανθρώπινη παρουσία και τις ζεστές αγκαλιές που με τόση λαχτάρα περιμέναμε. Οι δικές μου τηλευχές φέτος θε να ταξιδέψουν από πολύ μακριά, θε να ’ρθουν από την αποκλεισμένη από αέρα και θάλασσα Αγγλία. Ελπίζω να τα καταφέρουν και να περάσουν με επιτυχία από όλα τα μπλόκα στα λιμάνια και στα αεροδρόμια…….Χρόνια Πολλά σε όλους και Καλά Χριστούγεννα με Υγεία!!!!!!…..Αμήν……