Περί του Ιερού Παρεκκλησίου της Αγίας Αικατερίνης (Ανακοίνωση της Τεχνικής Υπηρεσίας της Ι. Μητροπόλεως Σερβίων & Κοζάνης)
Δημοσιεύτηκαν πρόσφατα σε τοπικά (έντυπα και ηλεκτρονικά) Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, κείμενα περί: α) του εκλείποντος Ιερού Παρεκκλησίου της Αγίας Αικατερίνης, β) της ανέγερσης νέου στον αρχαιολογικό χώρο του Μητροπολιτικού Οίκου (ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΥ) της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων & Κοζάνης και γ) της διαδικασίας που λαμβάνει χώρα στον Δήμο Κοζάνης για την τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, μετά από την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης.
Με αφορμή αυτά τα δημοσιεύματα, τους σχολιασμούς που επέφεραν και τις φήμες που κυκλοφορούν, η Τεχνική Υπηρεσία της Ιεράς Μητροπόλεως, για ενημέρωση του νοήμονος και καλοπροαίρετου κοινού, επιθυμεί να γνωστοποιήσει τα παρακάτω, τα οποία είναι σε γνώση των Υπουργείων Πολιτισμού και ΥΠΕΚΑ και των Κεντρικών και Αποκεντρωμένων Υπηρεσιών τους, οι οποίες, μεταξύ άλλων, έχουν και την υποχρέωση να διευκολύνουν τη σωστή ενημέρωση των πολιτών και την ευαισθητοποίησή τους για το περιεχόμενο και την αξία της προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς:
Α. Προοίμιο με το ιστορικό
Το Μητροπολιτικό Μέγαρο Κοζάνης (Επισκοπείο) έχει χαρακτηριστεί ως Διατηρητέο Ιστορικό Μνημείο µε το Β.Δ. της 15-10-1937 (ΦΕΚ Α΄ 428/23-10-1937).
Κτίστηκε «…ο δεσποτικός οίκος του επισκοπείου …» το 1744, όπως μαρτυρείται από τον Κώδικα του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Νικολάου Κοζάνης.
Το όλο κτιριακό συγκρότημα του Επισκοπείου (κτίσματα, περιβάλλον χώρος και πέτρινος περίβολος – περιτοίχιση), αποτελεί, όχι χωριστό, αλλά ενιαίο και αδιαίρετο αρχαιολογικό χώρο, που δεν επιτρέπεται να διασπαστεί, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία που προστατεύει τις Αρχαιότητες και την Πολιτιστική εν γένει Κληρονομιά (Κωδικοποιητικός Ν. 5351/32, Ν. 2039/92, Ν. 3028/02, Ν. 3378/05 και ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΝΟΜΟΥ 3028/2002).
Είναι χαρακτηρισμένα από τον νόμο αρχαία ακίνητα μνημεία κι επειδή χρονολογούνται πριν το έτος 1830 αποτελούν αρχαιολογικό χώρο, ο οποίος περιλαμβάνει και το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον, που επιτρέπει στα σωζόμενα μνημεία να συντίθενται σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα. Προστατεύονται από τον νόμο και η προστασία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων στο διηνεκές. Άλλωστε «η προστασία των μνημείων…..περιλαμβάνεται στους στόχους οποιουδήποτε επιπέδου χωροταξικού, αναπτυξιακού, περιβαλλοντικού και πολεοδομικού σχεδιασμού …».
Οι κατά καιρούς χαρακτηρισμοί ως κοινόχρηστος χώρος και η ρυμοτόμηση τμήματος (εμβαδού 468,38 τ.μ.) του αύλειου χώρου του Επισκοπείου αποδυναμώθηκαν και δεν ισχύουν, διότι, εν προκειμένω, υπερισχύουν οι διατάξεις του Ν. 3028/2002, σύμφωνα με τις οποίες «Προκειμένου περί ακινήτων ή εκτάσεων πολλαπλώς χαρακτηρισμένων υπερισχύουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου, εφόσον πρόκειται για μνημεία, αρχαιολογικούς χώρους ή ιστορικούς τόπους». Και είναι, επίσης, γνωστό πως ο χαρακτηρισμός αυτός κατισχύει τυχόν εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, βάσει πάγιας νομολογίας του ΣτΕ.
Για την ανάγκη διατήρησης του αρχαίου αυτού ακινήτου Μνημείου έχουν αποφανθεί το Β.Δ. της 23-10-1937/ΦΕΚ 428Α και ως ενιαίο σύνολο, με αποφάσεις τους το Υπουργείο Πολιτισμού, η Αρχαιολογική Υπηρεσία και τα αρμόδια Συμβούλια (Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Δυτικής Μακεδονίας, δύο φορές).
Το παρεκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης, που είχε προστεθεί με εξωτερική ανοικτή κλίμακα τη δεκαετία του 1950 στον όροφο της δυτικής πλευράς του Επισκοπείου και ήταν νεώτερο κτίσμα, δεν αποτελούσε στοιχείο κήρυξης αυτού ως Μνημείο, γι’ αυτό δεν εγκρίθηκε η διατήρησή του από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και καθαιρέθηκε κατά τις εργασίες αναπαλαίωσης – αποκατάστασης του Επισκοπείου την περίοδο 2006-2012. Από τότε ζητήθηκε τρόπος διατήρησης της μνήμης του σε κατάλληλη θέση, όχι όμως πλησίον του Επισκοπείου («αρχαίο ακίνητο Μνημείο»), όπερ και έγινε.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάποτε στον αύλειο χώρο ήταν χτισμένα Δημοτικό Σχολείο, αχυρώνας και Πύργοι, όπως μαρτυρείται από το ιστορικό φυλλάδιο του Αρχιτέκτονα Αργύρη Κούντουρα.
Με την ολοκλήρωση των εργασιών το Μητροπολιτικό Μέγαρο – Επισκοπείο κατέστη κόσμημα της πόλης της Κοζάνης, χάριν της μέριμνας και των άοκνων πρωτοβουλιών και προσπαθειών της Ι. Μητροπόλεώς μας και συμβάλει, μαζί με τον μεταβυζαντινό Ι. Ναό Αγίου Νικολάου, τα εναπομείναντα Αρχοντικά και το Λαογραφικό Μουσείο, ως τουριστικό αξιοθέατο της πόλης μας.
Β. Η Προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Κοζάνης
Η Ιερά Μητρόπολη, με προσφυγή της στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Κοζάνης, ζήτησε να ακυρωθεί η άρνηση της Διοίκησης να βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για τη δημιουργία κοινόχρηστου χώρου σε τμήμα του αύλειου χώρου του Μητροπολιτικού Μεγάρου (εκτάσεως 468,38 τ.μ.) στο οικοδομικό τετράγωνο (Ο.Τ.) 267 του ρυμοτομικού σχεδίου Κοζάνης, επί των οδών Xαρ. Μεγδάνη και Γ. Κονταρή, που είχε επιβληθεί με το π.δ. της 22.3.1932 περί τροποποιήσεως σχεδίου πόλεως Κοζάνης (Α’ 89/26.3.1932), το οποίο ανήκει στην ιδιοκτησία της προσφεύγουσας.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Κοζάνης δέχθηκε το 2015 την προσφυγή, ακύρωσε την άρνηση της Διοίκησης να άρει την επιβληθείσα ρυμοτομική απαλλοτρίωση και ανέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή, αφού βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του ως άνω ακινήτου, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου.
Γ. Το Αίτημα για την τροποποίηση του σχεδίου πόλης στο Ο.Τ. 267
Η Ιερά Μητρόπολη επανήλθε στις 18 Σεπτεμβρίου 2019 με έγγραφό της, προς τον Δήμο Κοζάνης, με «ΘΕΜΑ: Αίτηση τροποποίησης εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου μετά από άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, του οικοπέδου του ιστορικού μνημείου του Επισκοπείου – Μητροπολιτικού Μεγάρου Κοζάνης της Ι. Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης», λαμβάνοντας υπόψη όλες τις προστατευτικές διατάξεις για το περιβάλλον και ιδίως για τις αρχαιότητες (Ν. 3028/2002).
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, η όποια ενέργεια ή αποδοχή ρυμοτόμησης και αποκοπή τμήματος του περιβάλλοντα χώρου του Μνημείου επιφέρει βλάβη και αλλοίωση της μορφής του, αφού διαρρηγνύει την ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα αυτού, αποτελεί πράξη φθοράς και παράνομη παρέμβαση σε αρχαιολογικό χώρο, που απαγορεύεται και τιμωρείται από τον νόμο.
Στο τοπογραφικό διάγραμμα της εν λόγω πρότασης τροποποίησης οριοθετούνται, δι’ ερυθράς με διαγράμματα κάλυψης, το κτίσμα του ιστορικού μνημείου του Επισκοπείου, με τα βοηθητικά του προσκτίσματα, το νέο κτήριο Γραφείων, με το Κειμηλειαρχείο και η θέση του υπό ανέγερση παρεκκλησίου της Αγίας Αικατερίνης, έτσι ώστε να περιορίζεται η δόμηση στο οικόπεδο, πάνω στα διαγράμματα κάλυψης.
Δ. Ο υπό ανέγερση Ιερός Ναός της Αγίας Αικατερίνης
Με Απόφαση του Υπ. Πολιτισμού (ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ34/13186/6777/6-3-2009, με θέμα: «Έγκριση ανέγερσης Ιερού Ναού Αγίας Αικατερίνης στο Ο.Τ. 267 εντός του χώρου του Επισκοπείου στην Κοζάνη»), που εκδόθηκε με την ομόφωνη γνωμοδότηση του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Δυτικής Μακεδονίας (Πράξη 35/3-2-2009) εγκρίθηκε, αρχικά με παρατηρήσεις, η ανέγερση του μικρού αυτού Ι. Ναού της Αγίας Αικατερίνης στα νοτιοδυτικά, αφού η οικοδομική δραστηριότητα, κατά νόμο, επιτρέπεται πλησίον αρχαίου και εντός αρχαιολογικού χώρου, με τις προϋποθέσεις βέβαια και τις διαδικασίες, που προβλέπονται και σήμερα για τα εκκλησιαστικά ιδρύματα και τους Ιερούς Ναούς.
Στη συνέχεια, μετά από αίτημα της Ι. Μητροπόλεως (816/30-10-2017) προς το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Δυτικής Μακεδονίας, εγκρίθηκε οριστικά η αρχιτεκτονική μελέτη του Ι. Ναού της Αγίας Αικατερίνης στη νέα της θέση, νοτιοανατολικά (ΥΠΠΟΑ/ΓΔΠΚ/ΕΦΑΚΟΖ/510819/05662/14-12-2017), στην οποία ζητείται σήμερα η ανέγερση αυτού.
Η θέση αυτή, άλλωστε, είχε εγκριθεί προηγουμένως –ομόφωνα- από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (Συνεδρία 8/27-3-2012) και το Υπουργείο Πολιτισμού & Τουρισμού (ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ34/32840/1035/3-4-2012, «΄Εγκριση μελέτης διαμόρφωσης του αύλειου χώρου του Επισκοπείου Ιεράς Μητρόπολης Σερβίων και Κοζάνης»).
Ζητήθηκε, επίσης, και ελήφθη έγκριση με θετική γνωμοδότηση επί της Αρχιτεκτονικής μελέτης του υπό ανέγερση Ιερού Ναού (παρεκκλησίου) της Αγίας Αικατερίνης, στον προαύλιο χώρο του ιστορικού Μητροπολιτικού Μεγάρου (Επισκοπείου) Κοζάνης, από το Κεντρικό Συμβούλιο Εκκλησιαστικής Αρχιτεκτονικής (ΚΕ.Σ.Ε.Α.) της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αν και υπήρχαν εγκρίσεις της Αρχιτεκτονικής μελέτης και από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, ως προς τον ρυθμό και το μέγεθος του παρεκκλησίου (σε ρυθμό σταυρεπίστεγου, με εμβαδόν 34 τ.μ., με το προαύλειό του, σε ικανή απόσταση (25 μ.) από το κυρίως μνημείο και το όριο του περιβόλου (3 μ.), ως εγκαταστάσεις, λόγω μεγέθους και χαρακτήρα, επιτρέπονται) που αποτελούν και όρους δόμησης, κατά παρέκκλιση από κάθε ισχύουσα διάταξη των όρων δόμησης της Ε’ πολεοδομικής ενότητας του ρυμοτομικού σχεδίου Κοζάνης, που ανήκει ο αρχαιολογικός χώρος και που είναι υπέρμετρα δυσμενέστεροι, για το οικιστικό περιβάλλον.
Επί πλέον, όσον αφορά τους όρους δόμησης στον συγκεκριμένο χώρο, εφόσον πρόκειται για αρχαίο Μνημείο και αρχαιολογικό χώρο, υπερισχύουν οι διατάξεις του αρχαιολογικού νόμου, έχουν ισχύ ειδικοί όροι δόμησης και ελέγχεται η δόμηση με αποφάσεις του Υπουργείου Πολιτισμού, γι’ αυτό και όλες οι εγκρίσεις έλαβαν χώρα ανεξάρτητα από το τυπικό ρυμοτομικό καθεστώς, του οποίου βέβαια έχει αρθεί η απαλλοτρίωση και μένει η επιβεβαίωση, δηλαδή η τροποποίηση αυτού.
Κατά συνέπεια, παρέλκει οποιαδήποτε γνωμοδότηση του Δημοτικού Συμβουλίου επί των όρων δόμησης στο συγκεκριμένο ακίνητο και επί του Ιερού Ναού (παρεκκλησίου) της Αγίας Αικατερίνης, αφού ποτέ σε τροποποίηση σχεδίου πόλης και μάλιστα για μεμονωμένο ακίνητο (ούτε και στην αναθεώρηση του ρυμοτομικού σχεδίου ολόκληρης της πόλης της Κοζάνης το 2001) δεν επιβλήθηκαν όροι δόμησης, πέραν των γενικώς ισχυόντων κατά πολεοδομικές ενότητες. Άλλωστε κατά το Ν.Δ/γμα περί σχεδίων πόλεων η έγκριση ή τροποποίηση σχεδίου πόλης διέπεται από άλλες διατάξεις εκείνων των όρων δόμησης.
Γι’ αυτό, άλλωστε, το αίτημα της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων & Κοζάνης είναι «Αίτηση τροποποίησης εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου μετά από άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης….», σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση – εντολή και μόνο.
Η υπόθεση του Ι. Ναού της Αγίας Αικατερίνης εκκρεμεί πάνω από δέκα χρόνια και ελπίζουμε πλέον στην αποκατάσταση του εκλείποντος παρεκκλησίου με την ανέγερση του νέου Ναού στην επιλεγείσα θέση, που είναι λειτουργική, εύκολα προσβάσιμη και σε έκχωμα σε σχέση με τους των πέριξ κοινόχρηστους χώρους και προς ικανοποίηση του θρησκευτικού αισθήματος των επί πολλών ετών αναμενόντων και αγωνιώντων κατοίκων της Κοζάνης.
Έτσι διευκολύνεται και η όλη προσπάθεια της Μητροπόλεως για την ολοκλήρωση, ανάδειξη και με δυνατότητα επίσκεψής του όλου συγκροτήματος του Μνημείου του Επισκοπείου, που αποτελεί κόσμημα για την πόλη μας.
Ο Επίσκοπός μας κ. Παύλος αποδεικνύεται άξιος συνεχιστής του αποστολικού έργου («είναι αληθινός ο λόγος ότι όποιος ορέγεται επισκοπή καλό έργο επιθυμεί», Προς Τιμ. Α΄ 3,1) ως λειτουργός της Εκκλησίας, επιεικής, συνετός, ειρηνικός, αφιλοχρήματος. Ως καλός δάσκαλος δίνει τον αγώνα τον καλόν, κόβοντας κάθε σκέψη για ανίερους μύθους και βλάσφημα και κούφια λόγια μερικών, που ισχυρίζονται πως έχουν τη «γνώση» αλλά χάνουν την πίστη τους, μη γνωρίζοντες πως είναι «σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν». Τα έργα του ευλογεί ο Κτίστης, γι’ αυτό και έχουν ποιότητα και αισθητική και αποτελούν ανιδιοτελή προσφορά στο ποίμνιο της Επαρχίας που διακονεί.
Οι ευχαριστίες μας, για την προσφορά του, τιμής ένεκεν!
Κοζάνη, 10 Ιουλίου 2020
Η Τεχνική Υπηρεσία της Ιεράς Μητροπόλεως